Το Transmissions είναι ένα πρόγραμμα ερευνητικής ανταλλαγής καλλιτεχνών, που  καλλιεργεί τις συνθήκες για τη συνάντηση καλλιτεχνών του ήχου και ερευνητών από την Ελλάδα και τη Νορβηγία, εστιάζοντας ιδιαίτερα σε απόμακρα ή γεωγραφικά απομονωμένα τοπία και στο παρελθόν τους. Με την υποστήριξη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του Ultima Festival, η ελληνίδα Άννα Παπαέτη και η νορβηγίδα Maia Urstad, ερευνήτριες και καλλιτέχνιδες, πραγματοποίησαν έρευνα πεδίου και συγκέντρωσαν συνεντεύξεις και επιτόπιες ηχογραφήσεις, με στόχο την εξερεύνηση των ακουστικών εμπειριών και ιστοριών που σχετίζονται με δύο εντελώς ξεχωριστές τοποθεσίες: τη Γυάρο, ένα τόπο εξορίας και βασανισμού κατά τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια και τη δικτατορία, και το Vardø, μια μικρή πόλη στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου Varanger στη Νορβηγία. Οι ερευνήτριες, καθώς και οι επιμελητές του προγράμματος σε Ελλάδα και Νορβηγία αντίστοιχα, Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης και Karolin Tampere, μας μιλούν για το ξεχωριστό αυτό πρότζεκτ.

Η έρευνά σας επικεντρώνεται στη σχέση ήχου και τραύματος. Ποια είναι η αφετηρία αυτής της σκέψης;

Άννα Παπαέτη: Η χρήση του ήχου και της μουσικής ως μέσου βασανισμού αποτελούν ένα σχετικά άγνωστο ωστόσο αναπόσπαστο μέρος νέων, επιστημονικών μεθόδων οι οποίες αναδύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου καθώς και των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα  οι οποίες υπογράφηκαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρακτικές αυτές βασίζονται σε νέες αντιλήψεις περί πόνου και συνιστούν ένα άλμα στην τεχνολογία του τρόμου διεθνώς. Το γεγονός ότι δεν αποτυπώνονται εύκολα στο σώμα έχει ως αποτέλεσμα να μην θεωρούνται συχνά ως ένα είδος βασανιστηρίου  παρά το γεγονός ότι έχουν περισσότερες και πιο σοβαρές(σωματικές και ψυχολογικές) επιπτώσεις μακροπρόθεσμα σύμφωνα με ειδικούς για τα βασανιστήρια και το μετατραυματικό σύνδρομο. Οι πρακτικές αυτές έγιναν γνωστές μέσα από μαρτυρίες κρατουμένων στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Γκουαντάναμο (Κούβα) κατά τον λεγόμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο η Ελλάδα των Συνταγματαρχών συνιστά ένα από τα πρώτα καταγεγραμμένα παραδείγματα διεθνώς χρήσης αυτών των μεθόδων βασανισμού οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν στα κρατητήρια του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ/ΕΣΑ).

Γυάρος

Η περίπτωση της Ελλάδας – από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τη δικτατορία – συνιστά ένα σημαντικό παράδειγμα διεθνώς για την εξέλιξη των μεθόδων αυτών καθώς και για την αναπόσπαστη χρήση της μουσικής και του ήχου ως μέσων βασανισμού. Στόχος της έρευνάς μου είναι η καταγραφή και η ανάλυση των μεθόδων αυτών, καθώς και η σκιαγράφηση μιας γενεαλογίας μέσα από την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα σύγχρονες ανακριτικές πρακτικές. Η κριτική ανάλυση και η θεωρητικοποίηση των μεθόδων αυτών αποσκοπεί επίσης στη δημοσιοποίηση και στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης αλλά και των ειδικών σε θέματα βασανιστηρίων, συμβάλλοντας έτσι στην ποινικοποίηση των πρακτικών αυτών αλλά και στην επανεξέταση του ορισμού για τα βασανιστήρια.

Maia Urstad: Έκανα σπουδές εικαστικών τεχνών στην Εθνική Ακαδημία Τεχνών του Μπέργκεν. Έχω επίσης παρελθόν στη μουσική: μεταξύ άλλων, έπαιζα ηλεκτρική κιθάρα και πλήκτρα στο νορβηγικό συγκρότημα ska/new-wave Program 81, ηχογραφώντας τέσσερα άλμπουμ και περιοδεύοντας μεταξύ 1979-84. (υπάρχει ένα δείγμα από τη νορβηγική τηλεόραση το 1981: https://www.youtube.com/watch?v=xqiUF5sojH0)

Και οι δύο γονείς μου ήταν μουσικοί, οπότε βυθίστηκα στη μουσική από πολύ μικρή ηλικία. Ταυτόχρονα με έλκυαν πολύ οι εικαστικές τέχνες. Ως φυσική συμβίωση των δύο ενδιαφερόντων μου, τα καλλιτεχνικά μου μέσα επικεντρώθηκαν στον ηχητικό πειραματισμό τη δεκαετία του ’80. Τελικώς πήραν τη μορφή του πειραματικού θεάτρου και των συνεργασιών με άλλους καλλιτέχνες σε οπτικοακουστικά έργα στο χώρο.από το 1987 δουλεύω πάνω στον ήχο σε διάφορα καλλιτεχνικά πρότζεκτ, εγκαταστάσεις,site-specific συναυλίες, , θέατρο και ταινίες τη Νορβηγία και διεθνώς.

Γιατί επιλέξατε ειδικά τη Γυάρο και το Vardø  ως τόπους διεξαγωγής της έρευνας;

Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης, Karolin Tampere:  Η επιλογή των τόπων έγινε από την Δανάη Στεφάνου και τον Γιάννη Κοτσώνη, μελών του διαμεσικού ντούο acte vide και επιμελητών του Syros Sound Meetings, σε συνεργασία με την Karolin Tampere, επιμελήτριας του Northern Norway Arts Centre. Η Γυάρος και το  Vardø είναι και τα δύο νησιά στην «περιφέρειας της περιφέρειας», και μοιράζονται όχι μόνο μια αίσθηση απομάκρυνσης και σκληρού κλίματος, αλλά και βίαιες ιστορίες από το παρελθόν. Η Γυάρος συχνά έχει περιγραφεί ως «Η Κόλαση επί της Γης»,  λόγω της λειτουργίας της ως τόπος εγκλεισμού για πολιτικούς αντιφρονούντες, και ειδικά κομμουνιστές, από το 1947 ως το1974, και των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων στο νησί. Ανήκει στον ίδιο δήμο με την Άνω Σύρο, και γεωγραφικά βρίσκεται πολύ κοντά στη Σύρο, όμως η ιστορία της ως φυλακή ελάχιστα εμφανίζεται στις αφηγήσεις για τη Σύρο. Το Vardø, στο βορειοανατολικό άκρο της Νορβηγίας, αποκαλείται συχνά «νησί του διαβόλου» και σχετίζεται με μύθους με την «πύλη της κόλασης», εκεί έλαβαν χώρα μερικές από τις πλέον διαβόητες δίκες μαγισσών τον 17ο αιώνα, αλλά  είναι και ένα ψαροχώρι που υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, και γνώρισε μεγάλο διχασμό κατά τον Ψυχρό πόλεμο λόγω της εγγύτητάς του με τη Ρωσία.από τη δεκαετία του ’50, στο κέντρο της πόλης στεγάζεται ένα μεγάλο και αναπτυσσόμενο σύμπλεγμα από ραντάρ της Globus, τα οποία κυριαρχούν οπτικά και ακουστικά στην καθημερινότητα της μικρής αυτής πόλης.  

Ποιους επιλέξατε ως συνεντευξιαζόμενους στα δύο μέρη και γιατί;

Maia Urstad, Άννα Παπαέτη: Το θεματικό πλαίσιο της ανταλλαγής residency μας εριγράφηκε σε γενικές γραμές από τους επιμελητές πριν από την άφιξή μας. Και στο Vardø και στη Σύρο, οι επιμελητές μας έφεραν σε επαφή με μια ευρεία επιλογή από ειδικούς, όπως και από ανθρώπους που έπαιζαν ρόλο στις σχετικές κοινότητες, για παράδειγμα κατοίκους που εντόπιζαν, μελετούσαν ή ακόμη και κατέγραφαν την ιστορία του νησιού, δημοσιογράφους, ψαράδες και ακτιβιστές μεταξύ άλλων. Ανάλογα με τα ερευνητικά μας ενδιαφέροντα για το κάθε μέρος, επιλέξαμε να πάρουμε συνεντεύξεις από ανθρώπους που μπορούσαν να μας παράσχουν περισσότερες πληροφορίες και περιεχόμενο για αυτά που αναζητούσαμε. Για παράδειγμα, στο Vardø, πήραμε συνέντευξη από τον ξεναγό μας στο Μουσείο Pomor, τον αείμνηστο Knut Stenhaug. Είχε μοναδικές γνώσεις πάνω στο εμπόριο και τις κοινοτικές σχέσεις της περιοχής με τη γειτονική Ρωσία, πουξεκινούσαν από τον 18ο αιώνα. Το γεγονός πως υπήρξε ηχολήπτης και μηχανικός στο ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου επίσης αποδείχτηκε πολύ σημαντικό για το ερευνητικό μας πρότζεκτ. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνέντευξη υπήρξς κεντρικό σημείο για τη δουλειά που ετοιμάζουμε τώρα μαζί. Στη Σύρο πέρα από τους ανθρώπους που μας πρότειναν οι επιμελητές, αναζητήσαμε και καταφέραμε να πάρουμε συνέντευξη από τα εγγόνια των αγροτών που είχαν χωράφια στη νήσο Γυάρο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, σε μια προσπάθεια να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή στη Γυάρο σε μια περίοδο που για μας ήταν αχαρτογράφητη, αλλά και για την εντύπωση των οικογενειών για το νησί.

Η Ελλάδα και η Νορβηγία είναι δύο χώρες με πολύ διαφορετική ιστορία, αλλά και ιδιοσυγκρασία των κατοίκων τους. Πώς επελέγη η συγκεκριμένη συσχέτιση;

Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης, Karolin Tampere:  Αυτή η έρευνα είναι μέρος μιας ανταλλαγής residency ανάμεσα στα Syros Sound Meetings και το NNKS (Northern Norway Arts Centre), η οποία πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το  in 2021-22, ως ανταπόκριση σε μια πρόσκληση από τον διευθυντή της Στέγης, Χρήστο Καρρά, και τον διευθυντή του Φεστιβάλ Ultima, ThorbjørnTønder Hansen. Αυτή η ανταλλαγή είναι μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Νορβηγίας, που έχει τίτλο Transmissions, και συντονίζεται για την Ελλάδα από τη Στέγη του ιδρύματος ωνάση, και τη Νορβηγία από το Ultima Oslo Contemporary Music Festival, και υποστηρίζεται από τα EEA Grants  2014-2021. Το συγκεκριμένο θέμα για την ανταλλαγή residency αναπτύχθηκε από  τη Δανάη Στεφάνου και τον Γιάννη Κοτσώνη (Syros Sound Meetings). 

Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα στα οποία καταλήξατε;

 
Maia Urstad: Ήταν, και ακόμα είναι, μια πολύ διαφωτιστική και παιδευτική διαδικασία. Στη Σύρο, όπου έλαβε χώρα το πρώτο μας residency, η Άννα κι εγώ μείναμε κάτω από την ίδια στέγη επί μία εβδομάδα, μιλήσαμε πολύ, ανταλλάξαμε πάνω σε κάθε είδους θέματα, είχαμε τους καθημερινούς μας «διαλόγους στο πρωινό» και ηχογραφούσαμε τις συζητήσεις μας στην πορεία. Σιγά-σιγά προσεγγίσαμε ένα είδος κοινού εδάφους και την κατανόηση της οπτικής γωνίας και των πρακτικών του άλλου. Τώρα βρισκόμαστε στη διαδικασία του να δουλεύουμε μαζί δημιουργικά πάνω στο υλικό που συγκεντρώσαμε, το οποίο έχει εξελιχθεί σε ένα είδος αρχείου συνεντεύξεων, εικόνων και ήχων. Σχεδιάζουμε να συνεχίσουμε αυτή τη συνεργασία, την οποία θεωρούμε μακροπρόθεσμη. Ο επόμενος σταθμός μας είναι το Σεπτέμβρη του 2022 στο Ultima Festival of Contemporary Music στο Όσλο, οπού το ντούο  act vide (Δανάη Στεφάνου,Γιάννης Κοτσώνης), όπως και η Άννα Παπαέτη κι εγώ θα λάβουμε μέρος με έργα βασισμένα σε αυτή την ανταλλαγή  residency. Είμαστε ευγνώμονες στους  επιμελητές, τους χορηγούς και τους διοργανωτές για αυτή την ευκαιρία, όπως και στους πολύ υποστηρικτικούς θεσμούς Syros Sound Meetings, North Norwegian Arts Center, Ultima Festival and Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Maia Urstad

Άννα Παπαέτη: Η συνάντηση μας με την Μάια έχει οδηγήσει σε ένα πλούσιο ερευνητικό υλικό το οποίο περιλαμβάνει συνεντεύξεις, φωτογραφίες και ηχογραφήσεις και συνιστά ένα είδος αρχείου. Από το τέλος της ανταλλαγής αυτής μέχρι σήμερα έχουμε ξεκινήσει μια διαδικασία επεξεργασίας του υλικού καθώς και μια τακτική συνομιλία μέσα από την οποία προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια κοινή προσέγγιση και πρακτική. Πυρήνας αυτής της διαδικασίας είναι η προσπάθεια να αφουγκραστούμε όχι μόνο αυτό που ήταν προφανές και ορατό, αλλά και την ίδια τη σιωπή και την απουσία που ενέχουν αυτοί οι τόποι – και το ίδιο μας το υλικό – ειδικά όσον αφορά το ιστορικό τραύμα και τη βία του παρελθόντος.

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για συμπεράσματα αλλά περισσότερο για ερωτήματα που τίθενται μέσα από τη διαδικασία. Το κεντρικό ερώτημα για μας υπήρξε το πώς αποκρίνεται κανείς στο ιστορικό τραύμα και πως το αναπαριστά με καλλιτεχνικά μέσα. Αναφέρομαι εδώ στην ευθύνη του να είναι κανείς μάρτυρας τραυματικής ιστορίας καθώς και στην ηθική που οφείλει να διέπει τη διαδικασία της ακρόασης και της απόκρισης που αυτή προϋποθέτει. Με την Μάια επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε ίχνη τα οποία ελπίζουμε ότι θα αποτελέσουν την αφετηρία για αναστοχασμό αναφορικά με τη βία του παρελθόντος. Τόσο η ηχητική σύνθεση της Μάια όσο και το ποίημα που έγραψα, το οποίο συνομιλεί αντιστικτικά με το έργο της, αναστοχάζονται τον τρόπο με τον οποίο η έκθεσή μας σε τραυματικά ιστορικά γεγονότα διαμεσολαβεί και φιλτράρει την ίδια τη διαδικασία της ακρόασης. Τα έργα αυτά, τα οποία έχουν ως κοινό τίτλο Τα πουλιά, παρουσιάστηκαν στην Άνω Σύρω στις 13/4/2022. Αποτελούν μέρος μιας σειράς από κριτικούς αναστοχασμούς αναφορικά με το πλέγμα του τραύματος, της μνήμης και της ακρόασης τους οποίους μόλις έχουμε ξεκινήσει.

Άννα Παπαέτη


Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης:  Θεωρούμε ένα residency καλλιτεχνικής έρευνας όχι τόσο ως μια απόπειρα να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, αλλά κυρίως ως ένα μέσον για να εγκαθιδρυθούν επαφές μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, χωρών και προσεγγίσεων, και ως άνοιγμα ενός πεδίου για αναρώτηση. Η καλλιτεχνική έρευνα στον ήχο λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, και ταυτόχρονα αναπτύσσεται στο δικό της χρόνο, πολύ πέρα από τν χρόνο των επιτόπιων ταξιδιών ή της επίσκεψης στα πλαίσια μιας residency. Υπάρχουν, πάντως, ορισμένες παρατηρήσεις που ήδη ανακύπτουν, από την εμπειρία που έχουμε δουλεύοντας κατά διαστήματα σαν ομάδα με τους προσκεκλημένους καλλιτέχνες μας την περίοδο των τελευταίων μηνών. Η σχέση ανάμεσα στη σιωπή, την καταστολή και το τραύμα είναι μια τέτοια παρατήρηση. Επώδυνες ιστορίες συχνά αποσιωπούνται και γίνονται μη ακουστές επειδή είναι υπερβολικά δύσκολο να τις βάλει κανείς σε λέξεις και α αντιμετωπίσει τις λογικές τους επιπτώσεις. Κατ’ αυτή την έννοια, το να επισκεφτεί κανείς ο ίδιος τον τόπο ενός ιστορικού τραύματος μπορεί να προσφέρει αισθητική ενόραση που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το να διαβάσει κανείς γι αυτό τον τόπο ή να διεξαγάγει αρχειακή έρευνα. Επιπλέον, ο ήχος μπορεί κάποιες φορές να λειτουργήσει ως όχημα για μια διαφορετική κατανόηση, προσφέροντας παρηγορία και πιθανότητες αποκατάστασης και ίασης.

Από ποιους παράγοντες μεταβάλλεται συν τω χρόνω η ακουστική εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο τόπο;

Άννα Παπαέτη: Η ακουστική εμπειρία μεταβάλλεται με πολλούς τρόπους, όπως για παράδειγμα, η τεχνολογία – η οποία αποτελεί κεντρική παράμετρο στη δουλειά της Μάια – αλλά και η μνήμη και το τραύμα στα οποία επικεντρώνεται η δική μου δουλειά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, για παράδειγμα, μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων της δικτατορίας οι οποίοι μιλούν για το τραγούδι στην απομόνωση ή στη φυλακή με μια διάρκεια και ένταση η οποία δεν θα μπορούσε να αντιστοιχεί στους χώρους αυτούς δεδομένων των περιορισμών που υπήρχαν από τους δεσμοφύλακες και τις αρχές. Οι μαρτυρίες αυτές είναι σημαντικές γιατί αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο ο ήχος μπορεί να σπάσει το κάδρο του τρόμου και της σιωπής, και να αποτελέσει ένα μέσο εμπρόθετης δράσης, επικοινωνίας και επιβίωσης για τους κρατούμενους. Κεντρικό σημείο της προσέγγισής μου είναι ο τρόπος με τους οποίους ο πυρήνας της ακουστικής εμπειρίας στα κρατητήρια και τις φυλακές – ο συνδυασμός δηλαδή της έντασης και της εφήμερης φύσης του ήχου – μεταμορφώνεται ανάλογα με το ποιος κάνει τον ήχο αλλά και ποιος τον ακούει.

Maia Urstad: Η ακουστική εμπειρία εξαρτάται από και σχετίζετε με το φυσικό χώρο, το πλαίσιο, την ιστορία ενός τόπου, αλλά και τη σχέση μας με αυτό.

Τα ηχητικά τοπία αλλάζουν επίσης μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης, κι αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Πάρτε, για παράδειγμα, το ραδιόφωνο. Ο τρόπος που έχει εξελιχθεί και προσαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες έχει προκαλέσει επίσης μια αλλαγή στον ήχο. Σε αυτό το πλαίσιο, το διαδίκτυο κατάφερε να σιγάσει κάποια από τα χαρακτηριστικά τεχνικά λάθη του αναλογικού ραδιοφώνου, όπως τα βόμβο και τις παρεμβολές. Αυτή η σίγαση, η οποία λαμβάνει χώρα στο όνομα της τεχνολογικής εξέλιξης, οδήγησε στην εξαφάνιση των τεχνικών ήχων, με κίνδυνο να αποστειρώσει και να τυποποιήσει την ακουστική μας εμπειρία.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η τρόποι που η τεχνολογία των applications έχει αλλάξει τα ηχητικά τοπία που ήταν κάποτε οικεία σε πολλούς από μας. Για παράδειγμα, η επικοινωνία μεταξύ των ράδιο ταξί και του κεντρικού σταθμού γινόταν μέσω πομπών ραδιοφώνου και VHF. Αυτή η τεχνολογία έχει εγκαταλειφθεί στην πατρίδα μου τη Νορβηγία, και σε τόσες πολλές ακόμα χώρες, υπέρ των ψηφιακών μέσων, στοχεύοντας σε μια συνολικά αθόρυβη τεχνολογία. Αυτό που χάνεται με αυτή την αλλαγή, είναι ένα ευρύ φάσμα επικοινωνίας με τη φωνή και τις λέξεις –όπως οι τονισμοί το φλερτ, οι απευθύνσεις, η ένταση, τα υπονοούμενα, τα καλυμμένα σχόλια και υα μυστικά σινιάλα –τα οποία δεν μπορούν ποτέ να καταγραφούν σε ή να ακουστούν μέσω ενός ψηφιακού συστήματος.

Δανάη Στεφάνου, Γιάννης Κοτσώνης:  Οι ηχητικές σπουδές και η μουσικολογία είναι ολόκληροι γνωσιολογικοί τομείς που ασχολούνται με τέτοια ερωτήματα, που είναι υπερβολικά περίπλοκα για να γενικεύσει κανείς. Μιλώντας για την Σύρο, πάντως, η εμπειρία μας ως επιμελητές και καλλιτέχνες που οργανώνουν ερευνητικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις στο νησί εδώ και δέκα χρόνια, δείχνει πως οι διακυμάνσεις στον τουρισμό και την βιομηχανική ανάπτυξη είναι σίγουρα ενδείξεις ακουστικής αλλαγής. Η εγκατάσταση στην Άνω Σύρο που αποτελεί τη βάση μας είναι εντελώς διαφορετικό μέρος το χειμώνα και την υψηλή τουριστική περίοδο, αλλά για τους επισκέπτες που έρχονται εδώ μόνο για μία ή δύο νύχτες τον Αύγουστο, αυτή η διαφορά μπορεί να μη γίνει ποτέ εμφανής. Υπάρχουν επίσης ορισμένες πλευρές του ακουστικού σχεδιασμού που παραμένουν αξιόπιστοι δείκτες του ακουστικού χαρακτήρα ενός χώρου. Στη Γυάρο, για παράδειγμα, μας κάνει εντύπωση η καταπιεστική αντήχηση των αχανών κτιρίων των φυλακών. Αυτά τα κτίρια, τώρα εγκαταλελειμμένα και άδεια, δεν αντηχούν βέβαια με τον ίδιο τρόπο όπως πριν από 50 ή 70 χρόνια, όμως ο σχεδιασμός και τα υλικά υπονοούν πως είχαν υπερβολική αντήχηση ακόμα κι όταν ήταν πλήρως λειτουργικές και κατοικημένες. Οποιοσδήποτε ήχος, ενισχυμένος με αυτό τον τρόπο, γίνεται τόσο καταπιεστικός όσο και το αίσθημα πως είναι κανείς φυλακισμένος και υπό διαρκή επιτήρηση, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί ή να προστατευτεί πουθενά.