Κάποιες παραστάσεις είναι σαν χορδές· τις αγγίζεις και πάλλονται, ο ήχος τους μεταφέρει την αίσθηση μιας βουβής δόνησης που σε διαπερνά. Χορός μια λεπίδας στη σκιά της καρδιάς. Κι έπειτα σάστισμα. Μένεις μουδιασμένος για λίγο, ο νους διάτρητος από τις σκέψεις, σκέψεις που αυτοχειριάζονται, γραφή περισωσμένη από τη μετωπική σύγκρουση. Τραύμα εξόδου, ωδή στη μελαγχολία του παρόντος, θρήνος. Κάπως έτσι θα συνόψιζα το τελευταίο εγχείρημα της Κατερίνας Ανδρέου, Mourn baby mourn. Ένας εσωτερικός μονόλογος της χορογράφου, παραλλαγή μιας συνειδησιακής ροής που καταγράφει σιωπηλά –αν και θέλει να κραυγάσει— τις μεταπτώσεις μιας ολόκληρης εποχής, κρανιολογισμοί που εκτοξεύονται με δύναμη σ’ έναν τοίχο από τσιμεντόλιθους τον οποίο χτίζει επί τόπου η ίδια στην σκηνή. Η Ανδρέου θυμίζει μπεκετική φιγούρα, κουβαλά τους τσιμεντόλιθους, καταπονείται σωματικά απογυμνώνοντας τη δράση από κάθε ποιητική χροιά, καβάλα στον τοίχο ονειροπολεί, παίζοντας με τις μελαγχολικές μελωδίες του synth.

Το έργο της Ανδρέου είναι σύγχρονο, όχι με τη λογική του τωρινού, αλλά με εκείνη που αποτυπώνει κάτι για το παρόν, τις ματαιωμένες προσδοκίες, την επιθυμητή επανάσταση, το αφυπνιστικό ταρακούνημα, την αφοπλιστική ατομική και συλλογική αδράνεια. Οι λέξεις πεταμένες στον τοίχο σχηματίζουν συλλογισμούς που επιζητούν ενίοτε την επιβεβαίωση –καταλαβαίνεις;– γίνονται καμβάς στον οποίο η υλικότητα του σώματος και η υλικότητα της γλώσσας αντιπαραβάλλονται, θυμίζοντας εμμέσως το έργο της Sophie Calle, Take care of yourself.  Στην προκειμένη, βέβαια, είναι η τρωτότητα του σώματος που μεταφέρεται ως «δημόσιο αίσθημα»· γνώση ενσώματη που διεκδικεί, στοχάζεται, εξεγείρεται, οραματίζεται. Όχι όμως αρκετά. Γιατί αν η φροντίδα είναι μια κοινωνική δεξιότητα για την ευημερία και την άνθηση της ζωής, η Ανδρέου υπενθυμίζει ότι και η παραίτηση, η αδυναμία να φροντίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι σύμπτωμα του παρόντος, ένδειξη μιας εποχής όπου το άτομο περιχαρακώνεται στην υποτιθέμενη αυτονομία του.

Ο τοίχος χτίζεται σταδιακά, κουβαλά το φορτίο των λέξεων, επιφάνεια προβολής του επιθυμητού αλλά και όριο όσων η επιθυμία μπορεί να υποκινήσει. Έχω την εντύπωση ότι η χορογράφος σκοπίμως δεν προχωρά στην επιλογή του γκρεμίσματος -πράξη που θα επιβεβαίωνε για μια ακόμη φορά το μεγαλεπήβολο εγχείρημα μιας προσωπικής επανάστασης- αλλά συμφιλιώνεται με την αδύναμη κορύφωση, αδύναμη ακόμη και στο πιο δυνατό της, μαρτυρώντας έτσι το αδιέξοδο της φυγής. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε τούτη τη δυστοπία, διεσπαρμένα όνειρα και φιλοδοξίες μεταγράφονται σε νέα όνειρα και φιλοδοξίες, χιλιόμετρα μελαγχολίας που πρέπει να διανυθούν, ένα μεγάλο τίποτα πλανιέται πάνω από όλα όσα θα θέλαμε να πετύχουμε. Σε αυτή την σκηνοθετημένη αφήγηση, παρόλα αυτά, η υποβόσκουσα ένταση κάτι εγκυμονεί, κυριαρχεί ως μια απαραμείωτη αλλά όχι ξεκάθαρα διατυπωμένη αίσθηση κι αυτό είναι που την καθιστά ενδιαφέρουσα. Αίσθηση, ενδεχομένως, που αποτυπώνει πολύ εύστοχα αυτό που ο Αγκάμπεν αποκαλεί «δύναμη-του-να-μην», την απενεργοποίηση του σχήματος δύναμη/πράξη, εκείνη δηλαδή τη δύναμη που σχετίζεται συντακτικά με την ίδια την απραξία της.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η αίσθηση είναι ένας τρόπος να στοχαστούμε τα ίδια τα εργαλεία της δράσης, παρότρυνση ενατένισης και νηφάλια πραγμάτευση του δυνατού. Η Ανδρέου πειραματίζεται με μια σωματική γλώσσα «εσωστρεφή» και κατακερματισμένη· ενίοτε διακόπτει το χτίσιμο, κάτι άγνωστο την ωθεί να χορέψει, ο χορός της είναι αμφίθυμος, σαν να αντιστέκεται και να αντιτίθεται στην ίδια την σωματική έκφραση, χορός τοποθετημένος στο ακρότατο όριο της εξάντλησης.Όχι όμως εξαντλημένος. Επιστρέφοντας στο παραπάνω σχόλιο, η γραφή της Ανδρέου είναι επομένως σύγχρονη όχι γιατί εξερευνά το «νέο», αλλά γιατί αναδιφώντας τη μελαγχολία μιας εποχής γίνεται παυσίλυπος θρήνος, πραγματικό νηπενθές για τα χαμένα όνειρα του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή τη σωτήρια μελαγχολία μας προτρέπει να δούμε η Ανδρέου και να σκεφτούμε το παρόν σαν τοίχο που στέκει ασάλευτος στο κατώφλι του χρόνου. Ίσως έτσι μόνο ακούσουμε το ηχηρό «Μπαμ!» όλων των ονείρων που προσκρούουν στην πορεία τους για το μέλλον, στιγμή αφύπνισης που θα καταργούσε την περαιτέρω αναβολή τους.

Ακόμη και μέσα από την παραπάνω ανάγνωση, θα αντιστεκόμουν στο να χαρακτηρίσω το έργο Mourn baby mourn «πολιτικό». Αφενός γιατί προσάπτει στο έργο της δημιουργού έναν μύθο τον οποίο διακρίνω προσωπικά πως η ίδια θα ήθελε να αποδομήσει, αφετέρου γιατί η παραγωγή λόγου (discourse) που υπάρχει στο έργο δεν «πουλάει» την ανατροπή ή κάποιο είδος ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου -το οποίο ενδεχομένως θα εξυπηρετούσε τον γιγαντισμό των επικοινωνιακών σλόγκαν που χρησιμοποιούν ευρέως οι καλλιτεχνικοί θεσμοί- αλλά την κριτική επεξεργασία αυτού, αφήνοντας χώρο για τα όποια συμπεράσματα. Επίσης, το «πολιτικό» στο εν λόγω έργο εντοπίζεται και πέρα από την εμπρόθετη δράση της δημιουργού, ή σαφέστερα, στον τρόπο που η ίδια συγκροτείται ως ιστορικό υποκείμενο, τοποθετούμενη άρα σε ένα περιβάλλον και μια συγκυρία που ακυρώνει κάθε πραγματική εναλλακτική στον απόηχο της μεταμοντέρνας δυσφορίας και της πολιτικής ταυτοτήτων. Το τελευταίο, μάλιστα, απαντά και στον γενικόλογο τίτλο «Γυναίκες δημιουργοί στην Πειραιώς 260» που φαίνεται να φετιχοποιεί την έμφυλη διαφορά κάνοντας πολιτική με τους όρους της αγοράς και της ποπ κουλτούρας, χωρίς το πιο κρίσιμο απ’ όλα: να αμφισβητεί τις κυρίαρχες δομές που αξιολογούν και κατατάσσουν το έργο των «γυναικών δημιουργών» στην μικρότερη αίθουσα του συγκροτήματος της Πειραιώς 260. Μπαμ!