Με το «Ελενίτ», παράσταση που φλερτάρει με την ονειρική ποιητική και ένα είδος ακατάτακτου θεατρικού κώδικα, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης παγιώνει όσα δοκίμασε επιτυχώς σε προηγούμενες δουλειές του, Τιτάνες και Relic. Τα κεντρικά πρόσωπα στις παραστάσεις αυτές, εν μέρει γήινα, εν μέρει θεϊκά, ενσωματώνονται σε ένα είδος μετα-αφήγησης όπου το αποσπασματικό, το αναπάντεχο, το παιγνιώδες κοντράρονται με κάθε απόπειρα ορθής-ορθολογικής επεξεργασίας τους. Τα έργα του Λασκαρίδη λειτουργούν «ανασκαφικά», οριοθετώντας έτσι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα το νέο με το αρχετυπικό, το μέλλον ως αβέβαιος χρονικός ορίζοντας με το παρελθόν ως μυθολογική κατασκευή, «μιλώντας» ―με μια γλώσσα ακατανόητη― για τον επίμονο διαχωρισμό ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, το οικείο και το ανοίκειο.

Λειτουργούν, ταυτόχρονα, ως σκωπτικός σχολιασμός σε σχέση με την αυθεντικότητα της ταυτότητας των χαρακτήρων, καλωσορίζοντας με αυτό τον τρόπο πλάσματα βγαλμένα από τα σωθικά της φαντασίας, υπόμνηση της διπλής καταβολής του ίδιου του ανθρώπου, εξ ορισμού διχασμένου ανάμεσα στη φθαρτή, πεπερασμένη φύση του και την αυτοθέωση. Ωστόσο, αυτή η θέαση (χθόνιου-θεϊκού) δεν περιορίζεται στις αισθητικές επιλογές του δημιουργού, αλλά τοποθετεί σκόπιμα τον «τερατώδη» ξένο στον πυρήνα ενός διαφορετικού «ανθρωπισμού», πρόκληση δια-σημασιολογική και δια-πολιτισμική, χάρη στην οποία ο Άλλος ορίζεται ως κατεξοχήν ανθρώπινος, ευάλωτος, λοξός και τελικά οικείος σε μας τους ίδιους.

Στο «Ελενίτ», αλλόκοτα πλάσματα, κουήρ θεότητες, ανθρωπόμορφα τέρατα και τερατόμορφοι άνθρωποι είναι οι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας. Τη σκηνή, τα όρια της οποίας μπορούμε να αναζητήσουμε στην επικράτεια του ονείρου, καταλαμβάνουν μια τεράστια ανεμογεννήτρια, μια μικρότερης κλίμακας Νίκη της Σαμοθράκης, φυτά, ένας πολλαπλών χρήσεων ψύκτης, μια εξέδρα για dj-set και, βεβαίως, πολλά άλλα αντικείμενα που αξιοποιούνται ευρηματικά στη διάρκεια της παράστασης. Οι χαρακτήρες μπαινοβγαίνουν στις δράσεις, χωρίς συνοχή απαραίτητα, διασχίζοντας διαρκώς τη μεθοριακή γραμμή όπου ο νους του θεατή ταλαντεύεται σε πλήθος αναφορών και οι φαντασιώσεις του ανθίζουν.

Βασικό πρόσωπο σε αυτόν τον ονειρικό-εφιαλτικό κόσμο, μια γυναικεία φιγούρα με δύσμορφο σώμα ντυμένη σαν Μαρία Αντουανέτα και εκφράσεις που θυμίζουν Μαντάμ-Σουσού, μάς συστήνεται μέσα από τις διαρκείς μεταμορφώσεις της: άλλοτε σαν θεά Κάλι, άλλοτε σαν Ντόλι Πάρτον που τραγουδά “What is your problem”, άλλοτε πάλι σαν ετουάλ μπαλαρίνα στον «Θάνατο του κύκνου». Μιλά μια γλώσσα που μιμείται την τονικότητα της καθομιλουμένης· ο ήχος της γνώριμος, υπονοεί συνεχώς αλλά παραμένει αρραγής στο ανθρώπινο αυτί που επιθυμεί να διεισδύσει στα (κρυμμένα) νοήματά της. Επιφωνήματα, κραυγές, γέλια, εκφράσεις του προσώπου που μαλακώνουν τη δική μας αγωνία να καταλάβουμε πριν μας παραδώσουν και πάλι στην εκφραστική παραφορά, στη σκανδαλώδη υπόθεση ότι είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, κάτι επιχειρούμε να αρθρώσουμε από το παράλογο της ύπαρξης ενώ παραμένουμε εξορισμένοι σε μια κοινόχρηστη γλώσσα που επαναλαμβάνεται ανοίγοντας στην ετερότητα το νόημα αυτό που μέλλει να εκφραστεί.

Μαζί της, η ναρκοληπτική Ντόροθυ από τον «Μάγο του Οζ», η τσαμπουκαλού καθαρίστρια-καμαριέρα, η πυγμαία ανταρτοπολεμίστρια, η μουστακαλού που θυμίζει λίγο Freddie Mercury από το βίντεο-κλιπ “I wanna break free”, η σαυρόμορφη λυρική ντίβα, συμμετέχουν σε ένα σόου που παλινδρομεί ανάμεσα στην ονειρική ποιητική ενός Φελλίνι και την ωμή, σουρεαλιστική πραγματικότητα ενός Έττορε Σκόλα ―ειδικότερα η σκηνή του δείπνου, θυμίζει απόσπασμα από το γλέντι της ταινίας «Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί». Φυσικά, αυτές είναι μόνο αναφορές που προσπαθούν να πλαισιώσουν τις αινιγματικές προθέσεις του δημιουργού, προθέσεις που παρόλα αυτά θα μπορούσαν να αναλυθούν ως «φανταστικές απαντήσεις» σε προβλήματα όπως οι καταβολές μας, ο χρόνος, η γέννηση και ο θάνατος. Άλλωστε, δοκιμάζοντας κανείς να ερμηνεύσει τη «θεϊκή» υπόσταση αυτών των κουήρ χαρακτήρων που κατορθώνουν και αψηφούν τα διαπιστευμένα πρότυπα ταυτοποίησης, έρχεται αντιμέτωπος με το αφύσικο, επιθετικό, ρυπαρό, αντιφατικό, αλλόφρονα χαρακτήρα τους. Αυτά τα δυσδιάκριτα πλάσματα μιας άγνωστης σε μας χώρας, μεταλλάσσονται και ξεγλιστρούν από κάθε ερμηνευτική απόπειρα, φορώντας διαφορετικά, κάθε φορά, προσωπεία.

Απέναντι στην όποια «μελαγχολία» που απορρέει από την προσπάθεια να ερμηνεύσουμε τους χαρακτήρες αυτούς, το γέλιο που μας προσφέρουν γίνεται η ρωγμή στο πραγματικό, η ατέλεια μέσω της οποίας μας αποκαλύπτεται το πρόσωπο, οι αθέλητες χειρονομίες του. Όλοι οι χαρακτήρες φέρουν διακριτές ατέλειες που επαναλαμβάνονται αυτοματικά, μας επαναφέρουν στην υλικότητα του σώματος, γίνονται η διαρκής επίκληση της ζωτικότητας και του ζόφου, αποσταθεροποιούν εν τέλει ό,τι πάει να καταλαγιάσει είτε στον πόλο του επιφανειακά κωμικού, είτε του επιτηδευμένα αστείου. Η Ντόροθυ που ανά πάσα στιγμή μπαίνει σε «λειτουργία ύπνου» αφήνοντας το κεφάλι της να πέσει πάνω σε ένα ρολό αεροπλάστ, ο θρήνος της γυναίκας με το μουστάκι και το κουνιστό της περπάτημα, ο καταιγισμός κινήσεων της ανταρτοπολεμίστριας που φαίνεται να έχει πάθει λουμπάγκο, το αρθρωτό ανδρείκελο της καθαρίστριας-καμαριέρας, είναι μερικοί από τους αυτοματισμούς βάσει των οποίων οι χαρακτήρες μάς συστήνονται, χτίζοντας την σκηνική τους παρουσία μέσα από δράσεις υπερβολικές, παράφορες, υστερικές.

Σ’ αυτό το ιδιότυπο freak show όπου ο εκτροχιασμός είναι το ζητούμενο, οι σχέσεις ενίοτε κλονίζονται οδηγώντας στην πάλη ―σαν το battle ανάμεσα στην κεντρική γυναικεία φιγούρα και τη σαυρόμορφη λυρική ντίβα― ή σε ένα είδος διονυσιασμού που καταλήγει στη θυσία του μουσικού-dj θυμίζοντας σκηνή αναγεννησιακού πίνακα με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή. Τα πλάσματα αυτά εκστασιάζονται μπροστά στη φρίκη, χορεύουν σαν σε πομπή κατευνάζοντας την οργή κάποιου θεού ή χρησιμοποιώντας την στρατηγική της θυσίας ως όχημα για να ξεκαθαρίσουν ποιος είναι όμοιός τους και ποιος όχι. Αν «ο θεός τους είναι dj», τότε ο θεός έχει πεθάνει· ή μάλλον, ο θεός παίρνει τη δική τους όψη, άλλοτε κινείται ανάμεσά τους, άλλοτε υψώνεται στην εξέδρα του, δίνοντας τον παλμό στις δράσεις, παρακολουθώντας από ψηλά τα τεκταινόμενα. Η θυσία, μας υπενθυμίζουν, επιτρέπει στις μη αναγώγιμες εντάσεις να εκτονωθούν, φέρνοντας κοντά δυο φαινομενικά ασύμβατες τάξεις: το θεϊκό και το κοσμικό, το αφύσικο και το υπερφυσικό. Αντίστοιχα, η «αυτοθυσία» της κεντρικής φιγούρας προκειμένου να βρεθεί ένα τέλος, επαναφέρει το ανταγωνιστικό σχήμα της προτεραιότητας του προσώπου-ατόμου έναντι του πρωτείου της κοινότητας. Ο συμβολικός της θάνατος λειτουργεί συνεκτικά για το υπόλοιπο σύνολο, ο ύστατος χαιρετισμός είναι και μορφή αποδοκιμασίας-αποκαθήλωσης, φτύνουν το σώμα γύρω από το οποίο οργανώθηκε όλη η χαοτική δράση.

Η παράσταση οδηγείται στο κλείσιμο με την εικόνα ενός σπηλαίου φτιαγμένου από «ελενίτ» (το υλικό στην πραγματικότητα είναι λαμαρίνα) και την πλατωνική μεταφορά της Σκιάς, μαρτυρώντας έτσι την καταγωγική μας σχέση με το σκοτεινό έτερο. Πολύτιμες αναγνώσεις μέσα από ευφάνταστους συμβολισμούς και σκηνικά ευρήματα ―ειδικότερα τα τελευταία πριμοδοτούν τις δράσεις, εντυπωσιάζοντας τον θεατή, παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζουν με αισθητικό πλεονασμό, στερώντας ίσως το «χειροποίητο» του αποτελέσματος που είχαμε συνηθίσει σε προηγούμενες δουλειές του χορογράφου-σκηνοθέτη. Δοκιμασίες ευνόητες αφού με το «Ελενίτ» ο Λασκαρίδης επιχειρεί να περάσει σε μια άλλη κλίμακα, προσκαλώντας μεν καινούργιους συνεργάτες-ερμηνευτές στον χορό, αλλά επιμένοντας στο δικό του ιδιοσυγκρασιακό κώδικα έκφρασης, κώδικα που κατέχει ολοκληρωτικά και μεταχειρίζεται επιδέξια, σε τέτοιο βαθμό που καμιά φορά λειτουργεί εις βάρος των υπολοίπων, κάπως πιο ισχνών και ακόμη «νεογέννητων» χαρακτήρων.