Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

Διαθέτει μια παράξενη ικανότητα ο Βασίλης Κατσικονούρης: Μπορεί να αγγίξει επώδυνα ζητήματα, ακόμα και συλλογικά τραύματα των κατοίκων αυτής της χώρας, χωρίς ούτε στιγμή το ύφος του να χάσει το χιούμορ και την ελαφρότητά του. Αντιμετωπίζει τους ήρωές του, οικεια πρόσωπα της ελληνικής πραγματικότητας, με μια τρυφερότητα σχεδόν τσεχωφική. Τον είχα γνωρίσει για πρώτη φορά στο γύρισμα ενός πορτραίτου του για την κρατική τηλεότραση, σε ένα νυχτερινό γυμνάσιο μιας δύσκολης γειτονιάς της Αθήνας όπου δίδασκε τότε. Η επιθυμία μου για μια εκτενέστερη συνομιλία μαζί του πραγματοποιήθηκε τώρα, με αφορμή το πρώτο ανέβασμα του Γκουντ Λακ, ενός παλιότερου έργου του που κρύβει τα χρόνια του με μεγάλη επιτυχία: νομίζεις πως γράφτηκε χτες.

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό να ρωτήσω είναι οι μουσικές αναφορές, οι οποίες είναι κάτι που διατρέχει το έργο σου. Από τον τίτλο του California dreaming μέχρι τον Sonny Boy Williamson, με τον οποίο καταλήγει το Γκουντ Λακ, όπου είναι και μουσικό το θέμα, είναι ένα σταθερό μοτίβο. Ναι. Έχει ταυτιστεί με τη ζωή μου και με τις ζωές όλων μας η μουσική. Γράφω ακούγοντας μουσική, και πολλές φορές κάποιο κομμάτι με σπρώχνει να φανταστώ κάτι. Άλλωστε, και εγώ ξεκίνησα να γράφω θέατρο από τα τραγούδια. Πρώτα τραγούδια έγραφα. Κάθε τραγούδι, είτε το θέλουμε είτε όχι, λέει μια ιστορία. Σιγά-σιγά οι ιστορίες που έλεγαν τα τραγούδια ξεχείλωσαν, δεν χωρούσαν δηλαδή στα 3-4 λεπτά ενός τραγουδιού, και οδηγήθηκα στη θεατρική γραφή. Και, αν θέλεις, το να κάνω αναφορές στη μουσική στα έργα μου, είναι κάτι που βγαίνει σχεδόν αυτόματα, σαν ένα είδος αντανακλαστικού φόρου τιμής σε αυτό που με οδήγησε στο να κάνω θέατρο.

Γιατί όλοι μας δεν μπορούμε παρά να αναφερόμαστε στα 60s; Τι ήταν αυτό το τόσο τρομερό που μας κάνει να ξαναγυρίζουμε συνεχώς εκεί; Τρομερό θα ήταν να νομίζει ο κόσμος ότι τα έχω ζήσει τα 60s! Είναι, πάντως σίγουρα ένα σημείο καμπής: ορίζει κατά κάποιο τρόπο ένα είδος νεωτερικότητας. Αν θέλεις, είναι και ψυχολογικά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Και ήταν επίσης μια εποχή που πραγματικά προκύπτανε συνεχώς καινούρια πράγματα. Κάθε μέρα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη. Και όλος αυτός ο βρασμός καθιερώθηκε στις συνειδήσεις των ανθρώπων σαν μια εποχή πάρα πολύ ζωντανή. Βέβαια, δεν θεωρώ ότι είμαι κολλημένος σ’ αυτήν την εποχή, αλλά νομίζω, ότι οποιοσδήποτε θέλει να κάνει κάποιο είδος τέχνης, δεν μπορεί να μην είναι επηρεασμένος από την κουλτούρα που αναπτύχθηκε σε κάθε τέχνη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60.

Έχω πάντα μια αίσθηση στο θέατρο σου. Ότι είναι ρεαλιστικό, αλλά δεν είναι. Δηλαδή, είναι σαν να χρησιμοποιεί το ρεαλισμό ως μία καλώς εννοούμενη παγίδα για το θεατή, ώστε να πάει κάπου αλλού. Κατά κάποιο τρόπο χρησιμοποιώ το ρεαλισμό σαν μια επίφαση για να «παγιδευτεί», όπως λες εσύ, ο θεατής και να οδηγηθεί σε ένα είδος – πώς να το πω τώρα – υπερβατικού ρεαλισμού; Ο ρεαλισμός από μόνος του δεν λέει κάτι. Ρεαλισμό, αν θέλεις, κάνουνε και οι εφημερίδες. Πιστεύω ότι η πραγματικότητα είναι ένα πλέγμα από μηχανισμούς, νόμους και σχέσεις, το οποίο πολύ απλά λέγεται δραματουργία. Ο δραματουργός πρέπει λοιπόν να μπει μέσα σ’ αυτό το κλίμα και να το αναδιατάξει έτσι που να φαίνεται αυτό που είναι κάτω από αυτό το πλέγμα.

Να μιλήσουμε για το συγκεκριμένο έργο. Ξεκινάει και καταλήγει σε δύο μάλλον οριακές στιγμές της πολύ σύγχρονης ιστορίας μας. Ξεκινάει το 1996 και τελειώνει το 2004. Το 1996 πεθαίνει ο Παπανδρέου και περνάμε σε μια καινούρια φάση, η οποία το 2004 είτε φτάνει στην κορύφωσή της, είτε και αρχίζει να πεθαίνει. Θέλω να μου μιλήσεις για αυτή σου την επιλογή. Κατ’ αρχάς να σου πω, ότι το έργο γράφτηκε το 2002. Μπορεί να λέγεται ότι είναι ένα καινούριο μου έργο, αλλά απλώς είναι ένα έργο που τώρα παίζεται για πρώτη φορά –  ας το θεωρήσουμε με αυτή την έννοια καινούριο. Στην ουσία ήταν ένα έργο ανακεφαλαίωσης, έφτιαχνε  μια γέφυρα του τότε παρελθόντος με το τότε μέλλον. Το γεγονός ότι δεν παίχτηκε τόσα χρόνια, έχει δημιουργήσει το εξής χρονικά ιδιαίτερα ενδιαφέρον οξύμωρο: ότι το τότε μέλλον έχει γίνει το τωρινό μας παρελθόν – και αυτό μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ. Απ’ ότι βλέπω, ήταν σαν να έκανα ένα είδος πρόβλεψης και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν παιζόταν αυτό το έργο τόσα χρόνια. Έπρεπε να παιχτεί τώρα, για να ανατάμνουμε, αν θέλεις, όχι αυτή καθ’ αυτή την εποχή της κρίσης που ζούμε, αλλά ίσως το τι είχε προηγηθεί όσον αφορά την καθημερινότητας μας και το βίο και την πολιτεία των καθημερινών ανθρώπων εκείνης της εποχής, που με ένα περίεργο τρόπο συνδέεται με ό,τι ακολούθησε μετά όσον αφορά συμπεριφορές, όνειρα, φιλοδοξίες. Είναι μια εποχή ούτε μακρινή ούτε κοντινή, αλλά που σίγουρα, με την ψυχολογία που υπήρχε τότε, καθόρισε τη δύσκολη εποχή που ακολούθησε. Είναι μια οχταετία εκσυγχρονισμού, ανάπτυξης, μέχρι και Ολυμπιακούς αγώνες διοργανώσαμε. Είναι, αν θέλεις, η τελευταία αναλαμπή του νεοελληνικού θαύματος. Και μετά, μέσα σε 2-3 χρόνια η πλήρης κατάρρευση. Είναι, λοιπόν, μια καταγραφή σε ζωντανό χρόνο του τι γινόταν τότε,  όχι σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο απλής συμπεριφοράς των καθημερινών ανθρώπων.

Το ερώτημα μου είναι: Μετά από αυτή την κρίση που ακολούθησε, αυτό το όραμα της ξαφνικής επιτυχίας, της ξαφνικής εκτίναξης, μας έχει εγκαταλείψει; Νομίζω, ναι. Έχει συρρικνωθεί στο όραμα του να προλάβεις την επόμενη δόση μην χάσεις τη ρύθμιση. Οι μηχανισμοί βέβαια που τροφοδοτούν τα όνειρα της ξαφνικής επιτυχίας υπάρχουν, και λειτουργούν πιο επαγγελματικά: μ’ αυτά τα reality και talent shows, αλλά είναι περιχαρακωμένα εκεί. Τότε υπήρχε η αίσθηση ότι μπορείς να βγεις έξω και ο κόσμος να είναι δικός σου. Υπήρχε αυτή η φαντασίωση ότι «έχω γεννηθεί για κάτι πολύ σπέσιαλ».

Τώρα που το λες το συνειδητοποιώ, ότι οι ήρωες σου του ’96 σήμερα ίσως θα κατέληγαν σ’ ένα talent show της τηλεόρασης ελπίζοντας σε μια καριέρα. Δεν ξέρω. Παιδιά εκείνης της εποχής ίσως, αλλά οι ήρωες του συγκεκριμένου έργου πιστεύω πως όχι. Μπορεί να τους βλέπουμε και να γελάμε μαζί τους και να τους οικτίρουμε, αλλά έχουν κάτι που, έστω και μέσα στην πτώση τους ή στον τελικό τους συμβιβασμό, θα πρέπει κατά τη διάρκεια του έργου, να μην επιτρέπει στο θεατή να κάνει μια τέτοια σκέψη γι’ αυτούς. Πιστεύω, ότι πριν χαθούν σε μια συμβατική ζωή, μας έδειξαν ότι έχουν κάτι που ίσως να μην το έχουν τα σημερινά παιδιά, έχουν μια ασυνείδητη ευαισθησία που θα τα απέτρεπε από το να πάρουν μέρος σ’ αυτά τα βιομηχανοποιημένα shows. Δηλαδή, μπορεί το όνειρο τους να ήταν να παίξουν με τη Madonna, αλλά μέσα στον σουρεαλισμό τους, αυτό ήταν νόμιμο και είχε μια γνησιότητα.

Άρα το ζητούμενο πια σήμερα είναι η διάσωση κάποιας αισθητικής και κάποιου οράματος μέσα στην πτώση; Κάποιας αισθητικής οπωσδήποτε, με την ευρεία έννοια έτσι; Ένα είδος αισθητικής που καθορίζει και το επίπεδο της προσωπικής αξιοπρέπειας του  καθενός σε οτιδήποτε. Να μην κάνει, δηλαδή, κάτι, γιατί δεν του το επιτρέπει η αισθητική του με την ηθική σημασία. Η αισθητική είναι θέμα ηθικής τάξεως για εμένα, και όχι απλώς ντεκόρ.

Το κεντρικό πρόσωπο και ο καταλύτης του έργου είναι ένα τυπικό, αλλά και όχι τυπικό δείγμα  απατεώνα, που κι’ αυτός όμως διατηρεί μέχρι τέλους μια γοητεία, για να μην πω ένα μεγαλείο. Ακριβώς! Ναι μεν λέει ψέματα ως απατεώνας, αλλά από την άλλη μεριά η αδυναμία του είναι ότι αυτά τα ψέματα, από την ώρα που θα τα εκφέρει, την αμέσως επόμενη στιγμή ο πρώτος που τα έχει πιστέψει είναι ο ίδιος. Και φεύγει πια από το χώρο της απάτης και ακροπατεί στο χώρο της ποίησης. Είναι ένας ποιητικός απατεώνας, και για τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό του, και αυτό τον κάνει να είναι λίγο και ένα είδος πνεύματος. Ένα πνεύμα που έχει να κάνει με το πώς προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα. Αυτός είναι ένας άνθρωπος ο οποίος προσλαμβάνει την πραγματικότητα μ’ ένα δικό του τρόπο, και αν η πραγματικότητα δεν του ταιριάζει, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν και για όσους τον πιστεύουν. Κι αυτό είναι που τον κάνει να είναι φευγαλέος, rock’n’roll. Κινείται μέσα στο έργο και διατρέχει το χώρο και το χρόνο και την τρέχουσα ηθική, και την τότε και την τωρινή, πέρα των ορίων τους, πραγματικά σαν να είναι ένα πνεύμα του rock’n’roll. Και γι’ αυτό μας κάνει να τον αγαπάμε στο τέλος. Για εμένα, είναι από τους πιο ωραίους ήρωες που έχουν υπάρξει σε έργο μου. Είναι ένας αξιαγάπητος αληταράς. Είναι ο Mick Jagger που θα γέρναγε με τον τρόπο που όλοι περιμέναμε ότι θα γεράσει.

Μου άρεσε πολύ η ιστορία που μου είπες, ότι οδηγήθηκες στη θεατρική γραφή από τα τραγούδια. Ποια στιγμή αυτό άρχισε να παίρνει διαστάσεις κύριας δραστηριότητας, και με ποιον τρόπο; Έλα ντε! Δεν ξέρω ακόμα και τώρα αν έχει πάρει τις διαστάσεις της επαγγελματικής δραστηριότητας, οπότε είναι λίγο δύσκολο να καθορίσω αυτή την στιγμή. Ήταν καθοριστικό για εμένα το βραβείο που πήρε το πρώτο μου ολοκληρωμένο έργο, το Εντελώς αναξιοπρεπές, σ’ ένα μεγάλο διεθνή διαγωνισμό που έκανε το ίδρυμα Ωνάση τότε, το 2001. Ήταν πάρα πολλά έργα από πάρα πολλές χώρες. Το δικό μου ήταν μέσα στα βραβευθέντα. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα, και εκεί κατάλαβα, ότι κάτι γίνεται. Μου έδωσε την ώθηση να αρχίσω να γράφω πιο συστηματικά, κάτι που νομίζω θα το έκανα έτσι κι’ αλλιώς: απλώς μου έδωσε μια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, κατάλαβα ότι μπορώ να το κάνω. Η κρίσιμη στιγμή για εμένα ήταν όταν κατάλαβα ότι μπορώ να το κάνω σ’ ένα σχετικά καλό  επίπεδο, και αισθάνθηκα ότι αφού μπορώ, είναι κρίμα να μην το κάνω.

Είναι αλήθεια ότι δεν ξέρω αν γράφεις πολλά έργα, αλλά δεν κυκλοφορείς πολλά έργα. Είσαι αρκετά φειδωλός στις δραματουργικές εμφανίσεις σου. Αυτό γίνεται γιατί πιστεύω ότι αν παίζονται δύο και τρία έργα ενός συγγραφέα, δεν μπορεί να τα καλύψει το κοινό της Αθήνας ταυτόχρονα σε μία σεζόν. Κι έπειτα, είναι κάποια έργα μου που πήγαν καλά, παίχτηκαν και παραπάνω από μία σεζόν, και την επόμενη και τη μεθεπόμενη, πράγμα που δεν μου επέτρεπε να βγάλω αμέσως καινούριο:  δεν ήθελα να παίζω τα συγκρουόμενα τρενάκια με τα έργα μου. Φέτος είναι το Γκουντ Λακ σ’ αυτήν την πολύ ωραία παράσταση και σ’ αυτόν τον πολύ όμορφο χώρο, το Ραντάρ. Στο τέλος της σεζόν, θα ξανανέβει ένα παλιότερο μου έργο, Το Καμ Μπακ, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη.

Τη σαρωτική, δεν θα διστάσω να πω, επιτυχία την οποία είχε Το Γάλα, την περίμενες; Ήξερα ότι είναι κάτι πολύ δυνατό σαν έργο, και όταν είδα και τις πρόβες που έκανε ο Νίκος Μαστοράκης στο Εθνικό με την Μάνια Παπαδημητρίου, τον αξέχαστο Κωνσταντίνο Παπαχρόνη, τον Γιάννο Περλέγκα και τη Μαρία Παπαστεφανάκη, ήξερα ότι πάει να βγει κάτι πάρα πολύ δυνατό. Οπότε, όταν το βλέπεις αυτό και βλέπεις ότι έχει ανταπόκριση στον κόσμο, πλέον το θεωρείς σαν σχέση αιτίου – αιτιατού. Μετά παίχτηκε πολλά χρόνια στην παράσταση της  Άννας  Βαγενά, και αυτό πάλι ήταν κάτι σαν μια φυσιολογική εξέλιξη, γιατί και αυτή η παράσταση είχε τεράστια επιτυχία, πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια μάλιστα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν ανεβαίνει ένα έργο, δεν σκέφτομαι την επιτυχία που θα έχει, με απασχολεί το αν θα είναι αρκετά δυνατό  ώστε να δημιουργηθεί ένα γεγονός επί σκηνής που να έχει τη δυνατότητα να γίνει βίωμα. Να υπάρξει βίωμα επί σκηνής και επί πλατείας. Κι όταν αισθάνομαι ότι αυτό συμβαίνει, τα πράγματα πια ακολουθούν το δρόμο τους. Αλλά δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η επιτυχία εις βάθος παρά επί πλάτος.

Ακριβώς επειδή το πιστεύω αυτό που μου λες, πως το βίωσες προσωπικά αυτό; Δηλαδή, ότι ξαφνικά άρχισε να υπάρχει ένα ενδιαφέρον, συνεντεύξεις, προβολή, πράγμα το οποίο δεν πρέπει μα υπήρχε στην καθημερινότητά σου έως τότε. Καλά, και μετά μη νομίζεις ότι μπήκε στην καθημερινότητά μου. Δηλαδή δεν έγινα και η Μαντόνα!

Ούτε καν support! Ναι! Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι θεατρικοί συγγραφείς που γνωρίζουν μια αναγνώριση και μια αποδοχή, δεν έχουν την ευρύτητα που έχει μία ποπ τραγουδίστρια, που πια γίνεται τρόπος ζωής. Εν πάση περιπτώσει, μιλάς τις περισσότερες φορές με ενδιαφέροντες ανθρώπους και έχεις μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, όπως αυτή που κάνουμε τώρα. Δεν θα είχες την ευκαιρία να την κάνεις υπό άλλες συνθήκες, και είναι κάτι που μου αρέσει. Δεν το θεωρώ ότι είναι ένα είδος πάρεργου ή ένα είδος αναγκαιότητας για να πετύχουμε κάτι άλλο.

Σε εντελώς πρακτικό επίπεδο: ένας θεατρικός συγγραφέας στην Ελλάδα, ο οποίος έχει κάποια αναγνώριση και κάποια αναγνωρισιμότητα επίσης, μπορεί να βιοποριστεί από το θέατρο; Ναι, άμα δεν έχει οικογένεια και παιδιά. Άμα έχεις οικογένεια και παιδιά, είναι λίγο επικίνδυνο. Δηλαδή μπορεί να έχεις επιτυχία, αλλά αν δεν βγαίνουν κάποια χρήματα… Η οικογένεια θέλει κάποιο είδος σταθερότητας. Την επιτυχία που έχεις σήμερα, ή την παραγωγικότητα, μπορεί να μην την έχεις αύριο. Δεν μπορείς να μετατρέπεις τον εαυτό σου σε μηχανή παραγωγής έργων ή σεναρίων. Κάποια στιγμή μπορεί να δεις ότι δεν το κάνεις στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα που θα μπορούσες και που θα ήθελες, αλλά πρέπει να το κάνεις, γιατί εξαρτάται από αυτό η επιβίωσή σου και η επιβίωση κάποιων ανθρώπων που, κατά κάποιο τρόπο, έχεις πάρει στο λαιμό σου και πρέπει να ζήσουν από εσένα. Οπότε, καλό είναι να έχεις μια σταθερή βάση, η οποία σου επιτρέπει και να έχεις μια ασφάλεια και να διατηρείς πάντα την απόδοση σου και την παραγωγικότητά σου στο επίπεδο που θα ήθελες εσύ.

Για να γυρίσουμε εκεί που ήταν η πρώτη μας συνάντηση, σ’ ένα νυχτερινό σχολείο στη Λιοσίων, πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Κοίτα, σαν εκπαιδευτικό δεν νομίζω ότι με πήγε σε ανώτερο επίπεδο. Αλλά  σαν άνθρωπο με πλούτισε, όπως κάθε εμπειρία που έχει να κάνει με ανθρώπους σε μέρη και χρόνους όπου απεκδύονται τους κοινωνικούς τους ρόλους, και τα νυχτερινά σχολεία είναι ένας τόπος όπου δεν υπάρχουν οι ρόλοι που υπάρχουν στο ημερήσιο σχολείο: του καλού μαθητή, το κυνήγι του καλού βαθμού, το να γίνεις αρεστός, όλες αυτές οι συμπεριφορές. Είναι πιο ανοιχτά, πιο καθαρά τα πράγματα, πιο σταράτα και πιο ίσα. Από αυτή την άποψη με πλούτισε, όσο σε πλουτίζουν πάντα οι εμπειρίες που έχουν να κάνουν με ανθρώπους που σου μιλάνε καθαρά και σε κοιτάζουν στα μάτια.

Τελικώς, το γράψιμο και η τέχνη τι είναι; είναι ένας τρόπος να αντέξουμε το χρόνο μέχρι να πέσουμε πάνω στο μαύρο τοίχο που περιμένει στο τέλος του τούνελ; Κάνεις και spoiler για το έργο, ε; (Γέλια). Όπως και πολλά άλλα πράγματα. Την πορεία προς το μαύρο τοίχο, ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να την σπρώχνει όλο και πιο μακριά. Το ενδεχόμενο της αναπόφευκτης σύγκρουσης μαζί του. Έχει στη διάθεση του χίλια δυο πράγματα για να το κάνει αυτό. Από το πιο απλό, τα video games ας πούμε, και να σκορπίσει τον εαυτό του και τη ζωή του με διάφορες ευχάριστες, αλλά μηχανικές ασχολίες, μέχρι και πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως είναι ο έρωτας, όπως είναι η τέχνη, η φιλία, τα ταξίδια. Στο τέλος, βέβαια, όλοι πέφτουμε στο μαύρο τοίχο, αλλά το θέμα είναι μέχρι τότε, έτσι όπως πάει το τρένο στον τοίχο, να βγάλει κάποιες σπίθες.

Χωρίς να ζητάω να μου αποκαλύψεις κάτι: Σ΄ αυτό το οποίο ζούμε αυτή την στιγμή, στα τέλη του 2019, σ’ αυτή τη χώρα, ποια θα ήταν η θεματική ενός θεατρικού έργου που θα γραφόταν σήμερα; Δεν έχει να κάνει το θέμα. Δηλαδή, μπορεί να γράψεις ένα έργο με θέμα και αντικείμενο κάτι που σπαρταράει τώρα. Π.χ το δράμα των μεταναστών. Όλη αυτή την πολύπλοκη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τους ανθρώπους αυτούς, αλλά και μ’ εμάς. Και μπορεί να γράψεις μία κωμωδία μ’ ένα ροκ συγκρότημα και να είσαι πολύ πιο αληθινός και ουσιαστικός, για τις φιλοδοξίες και τα όνειρα ενός νεανικού γκρουπ και, ασυνείδητα, πραγματικά να συνεισφέρεις πολύ περισσότερο στην αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων από ένα έργο το οποίο καταπιάνεται στα ίσα μ’ ένα σημερινό ζέον πρόβλημα.  Κάτι που δεν φαίνεται ότι πάει στα ίσα να διαχειριστεί ένα τρέχον θέμα της επικαιρότητας, μπορεί πραγματικά, να είναι πολύ πιο καίριο από αυτό που είναι επίκαιρο. Και εμένα μ’ ενδιαφέρει αυτό, το καίριο το οποίο είναι πάντα πέραν του τόπου και του χρόνου, και έρχεται μ’ ένα περίεργο τρόπο να δώσει τη διάσταση για ένα θέμα που θεωρείται επίκαιρο. Όπως έλεγε και ο Σολωμός «Εθνικό είναι το αληθές». Οτιδήποτε, λοιπόν, είναι αληθές, μπορεί ανά πάσα στιγμή, πέρα από την εποχή που λέγεται, να συνεισφέρει στην εποχή που ακούγεται. Για το μεταναστευτικό ας πούμε, ίσως να μην είναι απαραίτητο να γραφτεί σώνει και καλά ένα έργο τώρα, εν βρασμώ. Μπορεί να μας πει κάτι ακόμα και ο Βιζυηνός. Ή μπορεί και ένα έργο που φαινομενικά είναι άσχετο, αλλά από την στιγμή που φέρει και οξύνει μέσα μας κάποιες αξιακές δυνατότητες και ένα είδος αισθητικής, αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστούμε πιο ανθρωπινά τα προβλήματα που μας τυχαίνουν τώρα.

Ως εκπαιδευτικός, θεωρείς ότι το θέατρο έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα; Εκπαιδευτικό χαρακτήρα; Δεν το σκέφτομαι έτσι πάντα. Είμαι αρκετά εκπαιδευτικός το πρωί στο σχολείο  – τώρα πια είμαι σε πρωινό σχολείο, είμαι κυριλέ τώρα! – για να είμαι και το βράδυ στο θέατρο. Σαφώς, για τα παιδιά του σχολείου – όχι για όλα – το θέατρο μπορεί να είναι  εμπειρία, από την παρακολούθηση μέχρι την ενασχόληση. Το έχω ζήσει αυτό, το έχω κάνει στα διάφορα σχολεία που έχω περάσει, και το έχω δει σαν ένα πραγματικό θαύμα για τα παιδιά. Αλλά το έχω δει και στους ενήλικες, γονείς και καθηγητές. Τώρα, όσον αφορά αυτή καθεαυτή τη θεατρική τέχνη, αν μπορεί να έχει έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη άποψη. Γιατί για μένα προτεραιότητα είναι να έχει βιωματικό χαρακτήρα, να συναισθανθούν οι άνθρωποι κάποια πράγματα. Από εκεί και πέρα, αν αυτό θεωρείται κάποιο είδος εκπαίδευσης, ΟΚ, δεν έχω αντίρρηση, αλλά πιστεύω πως όταν οι άνθρωποι, κατά τη διάρκεια της ημέρας μας, είμαστε παραδομένοι σε μια μηχανικότητα, σε μια άδεια καθημερινότητα, και αποφεύγουμε να δούμε κάποια πράγματα τα οποία μας είναι κάπως περίπλοκο ή δύσκολο να τα διαχειριστούμε, και το βράδυ πάμε και κλεινόμαστε σ’ ένα μαύρο κουτί και τα βλέπουμε εκεί επί σκηνής, νομίζω, ότι είναι ένα είδος παιδείας, με τη σωκρατική έννοια, με την έννοια της μνήμης. Ο Σωκράτης θεωρούσε ότι η γνώση είναι ένα είδος μνήμης. Για να καταλήξω επιτέλους στο ότι το θέατρο είναι παιδεία.

Και για να καταλήξουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, θα έλεγα ότι το rock’n’roll ακόμα κι όταν δεν είναι στο περιεχόμενο, στην οπτική γωνία του θεάτρου σου είναι σχεδόν πάντα κάπου. Ναι. Θα σου απαντήσω – μιας και τώρα λέγαμε για εκπαίδευση και παιδεία -με τον στίχο του Springsteen από το No Surrender: We learned more from a three minute record than we ever learned in school.

Το Γκουντ Λακ του Βασίλη Κατσικονούρη παίζεται στο Θέατρο Ραντάρ ( Πλ. Αγίου Ιωάννη & Πυθέου 93, 20 μέτρα από το Σταθμό Μετρό «Άγιος Ιωάννης»)  κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 20.30.