Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλεξοπούλου

Υπήρξε η μπλόγκερ που κρυβόταν πίσω από το πανέμορφο, φορτωμένο με αναφορές όνομα Του Κανενός Το Ρόδο (Niemands Rose). Είχε τη δύναμη να εγκαταλείψει για πάντα την ποίηση όταν είδε πως το αποτέλεσμα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της. Γράφει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με απόλυτα χαρακτηριστικό και προσωπικό ύφος. Οι φράσεις της έχουν την ταχύτητα, την ακρίβεια και την ευκινησία επιτιθέμενου φιδιού. Το μυθιστόρημά της Ανκόρ έμοιαζε να προβλέπει τόσο την πανδημία, όσο και το αντιφασιστικό κίνημα που έμελλε να οδηγήσει στη συντριβή του νεοναζισμού στην Ελλάδα. Η Πέλα Σουλτάτου έχει θάρρος και παρρησία στον τρόπο που γράφει, στις πολιτικές της θέσεις, στην προσωπική και επαγγελματική της ζωής. Κι όπως θα διαπιστώσετε εδώ, κι όταν μιλάει.

Από πού να ξεκινήσουμε; Από την τρελή στιγμή που ζούμε; Η στιγμή είναι τρελή με την έννοια του θριάμβου. Έγινε μία ιστορική δίκη, την οποία πανηγυρίζουμε. Είμαστε σε μία τρέλα πανηγυρισμού. Σημασία έχει ότι αναγνωρίστηκε ως εγκληματική οργάνωση η Χρυσή Αυγή. Αυτό που έγινε είναι πολύ σπουδαίο. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στο αντιφασιστικό κίνημα. Και πολύ κακώς τα κόμματα προσπαθούν να το καπηλευτούν με οποιοδήποτε τρόπο.

Για αυτό μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα από την ανακοίνωση μάς κατέβρεξαν και μας πέταξαν δακρυγόνα;  Ήμουν εκεί, ακριβώς μπροστά από το Εφετείο. Αυτό το οποίο συνέβη είναι ότι με την ανακοίνωση της απόφασης και την αναμετάδοσή της από τα μεγάφωνα, ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα, κλάματα και συνθήματα. Αυτό όμως που άκουσαν οι δυνάμεις της αστυνομίας δεν ήταν τα κλάματά μας, ούτε τα χειροκροτήματα. Τους ενόχλησε πάρα πολύ ότι ζητωκραυγάζαμε για την απόφαση. Μέσα σε δευτερόλεπτα μάς έριξαν τέσσερα- πέντε δακρυγόνα. Γιατί; Γιατί κάποια πιτσιρίκια πέταξαν μπουκαλάκια με νερό στον αέρα. Αυτό συμβαίνει και στις συναυλίες, που πάει κάποιος να δει το αγαπημένο του γκρουπ για το οποίο κόβει φλέβα. Αλλά, προφανώς, ήταν δασκαλεμένοι από την αρχή να μας ρίξουν.

Είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν πάει καν σε συναυλία. Ακριβώς. Και αυτά τα ασύστολα ψεύδη του Χρυσοχοΐδη για 150 μολότοφ, τα οποία δεν αποδεικνύονται από κανένα βίντεο -γιατί υπάρχουν βίντεο που δείχνουν ακριβώς τη σκηνή- είναι μηνύσιμα. Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα κινηθούν νομικά εναντίον του.

Ήμασταν σχεδόν στο ίδιο σημείο, και ήταν τόσος ο κόσμος που ούτε καν ειδωθήκαμε. Είχα πολλά χρόνια να δω τόσο κόσμο στο δρόμο. Ακριβώς. Και δεν σεβάστηκαν μία ειρηνική συγκέντρωση έξω από το Εφετείο και τον κόσμο ο οποίος δικαίως πανηγύριζε για τη συντριβή -τουλάχιστον θεσμικά και δικαστικά- του ναζισμού. Δεν σεβάστηκαν ούτε καν αυτό.

Για την αντιμετώπιση της πανδημίας τι έχεις να πεις;  Καταρχάς η πανδημία δεν έχει τελειώσει. Το χειμώνα θα έχουμε περαιτέρω έξαρση όπως φαίνεται. Επειδή τυχαίνει να έχω σπουδάσει Δημόσια Υγεία σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ξέρω δυστυχώς ότι σε θέματα δημόσιας υγείας χρησιμοποιούνται πολλές φορές αυταρχικά οριζόντια μέτρα. Σε περίπτωση επιδημιών επιστρατεύεται όλος ο κατασταλτικός μηχανισμός. Αυτό για μένα δεν ήταν κάτι μη αναμενόμενο, το αντίθετο. Έγινε και ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα: το πώς μπορεί να λειτουργήσει ο κόσμος μέσα σε ένα φουκοϊκό Πανοπτικό, όπως αυτό που είδαμε, υπό την έννοια της επιτήρησης, της εποπτείας και της τιμωρίας. Δεν εξαιρέθηκε κανείς από αυτό. Στην αρχή τουλάχιστον, στο πρώτο κύμα, που ήταν πιο σωστή η διαχείριση της πανδημίας. Γιατί στο δεύτερο κύμα είδαμε ότι από τα οριζόντια μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας, κάποιες ευνοούμενες ομάδες, όπως οι εφοπλιστές και οι ξενοδόχοι, εξαιρέθηκαν στο όνομα της “εθνικής οικονομίας”. Τι μέτρα τηρήθηκαν πραγματικά μέσα στα καράβια, τι είδαμε να τηρείται στα ξενοδοχεία, στα αεροδρόμια; Δεν τηρήθηκαν τα μέτρα. Εκεί φάνηκαν οι κοινωνικές ανισότητες, όπως και στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας -κάτι που φάνηκε κυρίως στην Αμερική που δεν υπάρχει καν δημόσιο σύστημα υγείας. Στην Ελλάδα δεν το είδαμε ακριβώς αυτό, γιατί θεωρώ ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε καταφέρει να στήσει το σύστημα υγείας στα πόδια του. Και η τωρινή το βρήκε έτοιμο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν την έναρξη της πανδημίας, δηλαδή από τον Ιούλιο που εξελέγη η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μέχρι την πανδημία δεν είχε ανοίξει ούτε ένα κρεβάτι ΜΕΘ. Δεν είχαν πρόθεση να ανοίξουν ΜΕΘ. Άνοιξαν εσπευσμένα επειδή ακριβώς μας βρήκε η πανδημία. Επίσης θέλω να επισημάνω ότι αυτό που είδαμε στην Ελλάδα είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συνέβη στο εξωτερικό. Στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, επιτάχτηκε ο ιδιωτικός τομέας. Στην Ιρλανδία, από ότι θυμάμαι διαβάζοντας τον ξένο τύπο, σχεδόν οικειοθελώς και οι ιδιώτες οδηγήθηκαν να πουν: συνδράμουμε κι εμείς με τις δυνάμεις μας. Εδώ στην Ελλάδα ξέρεις τι συνέβη; Διπλασιάστηκε το ενιαίο νοσήλιο. Το κόστος του ενιαίου νοσηλίου διπλασιάστηκε στην Ελλάδα μέσα στην πανδημία. Άρα τι έκανε ο ιδιωτικός τομέας με τις επιλογές της κυβέρνησης; Κερδοσκόπησε.

Από τη στιγμή που ασχολείσαι με το αντικείμενο της Υγείας, προφανώς δεν βιοπορίζεσαι από τη γραφή.  Όχι, και αυτό μου δίνει την πολυτέλεια να ασχολούμαι με αυτή με την ψυχή μου. Ασχολούμαι ουσιαστικά στον ελεύθερο χρόνο που δεν έχω. Δεν έχω ελεύθερο χρόνο. Είμαι μητέρα δύο παιδιών, μονογονεϊκή οικογένεια, διδάσκω στο Πανεπιστήμιο, εργάζομαι στη Δημόσια Διοίκηση. Όσος χρόνος μού μένει και ασχολούμαι με το γράψιμο, είναι γιατί υπάρχει ένα πάθος σε σχέση με αυτό. Το λέω πια σε μία ηλικία που έχω επίγνωση του τι σημαίνει να διατηρείς το πάθος σου. Δεν είμαι πια δεκαπέντε χρονών, δεν περιμένω μέσα από αυτό να καταξιωθώ. Έχω κάνει τη διαδρομή μου. Υπάρχει κάτι που κοχλάζει. Όσο αυτό κοχλάζει θα βγαίνει μέσα από το γράψιμο. Όταν πάψει, θα σταματήσω. Δεν θα έχω κανένα λόγο να το συνεχίζω.

Αυτό είναι εξαιρετικά σεβαστό. Το ίδιο έκανα με την ποίηση. Έγραφα από εννιά χρονών κοριτσάκι μέχρι τα είκοσι εννιά. Κάποια στιγμή ήρθα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου και αυτά που είχα γράψει είκοσι χρόνια. Είπα ‘δεν αξίζει τίποτα από όσα γράφεις’. Διέγραψα ό, τι είχα, δεν υπάρχει πια τίποτα πουθενά. Ήρθα αντιμέτωπη με την αυτεπίγνωση. Δεν θα γίνω ποτέ η ποιήτρια που θα ήθελα να είμαι. Και σταμάτησα να γράφω ποιήματα. Αυτό είναι μια γενναιότητα. Ταυτόχρονα όμως, κατά κάποιο τρόπο, είμαι ρίψασπις. Ανάλογα πώς το βλέπει ο καθένας.

Θεωρείς ότι μπορεί κανείς να έχει αυτή την αντικειμενικότητα; Απέναντι στο έργο του; Ναι, φυσικά και μπορεί να την έχει. Είναι μία δεξιότητα την οποία αν θέλεις την καλλιεργείς, η οποία δεν σχετίζεται απαραίτητα μόνο με το παραγόμενο καλλιτεχνικό έργο, σχετίζεται με την καθημερινότητα. Αν κάνεις ένα βήμα πίσω να δεις αποστασιοποιημένα τον εαυτό σου μέσα σε αυτό που ζεις, μπορείς να το κάνεις. Αλλά θα χρειαστεί να εξασκηθείς στα εργαλεία με τα οποία γίνεται αυτή η δουλειά. Εγώ το καλλιέργησα πάρα πολύ. Είχα έφεση σε αυτό, να αποστασιοποιούμαι και να βλέπω τον εαυτό μου. Ωστόσο το καλλιέργησα πολύ στο επίπεδο των διδακτορικών σπουδών μου. Εκεί, επειδή ήμουν η ίδια το εργαλείο συλλογής δεδομένων -έκανα ποιοτική μελέτη με συνεντεύξεις, focus groups παρατήρησης και τα λοιπά- χρειαζόταν να πάρω μια απόσταση ώστε να παραγάγω πιο αντικειμενικά δεδομένα. Αυτός ήταν ο ένας τρόπος που το καλλιέργησα, ο άλλος ήταν με την ψυχανάλυση. Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό το έχω κατακτήσει. Δεν έχει μπορέσει κανένας να μου κάνει τόσο σκληρή κριτική όσο αυτή που κάνω εγώ στον εαυτό μου.

Το πιστεύω, αλλά μήπως μερικές φορές παραγίνεσαι σκληρή με τον εαυτό σου; Να σου πω, είσαι συνεννοημένος με τον ψυχοθεραπευτή μου; Τα ίδια μου λέει και αυτός. Ναι, είμαι, είμαι…  Μπορεί, δεν ξέρω. Μερικές φορές είμαι σκληρή με τον εαυτό μου αλλά την τελευταία τριετία έχω κατακτήσει την απελευθέρωσή μου από το διαρκές κυνήγι της επιτυχίας. Ζούμε μέσα στον καπιταλισμό. Άρα λοιπόν τι είμαστε; Άλογα κούρσας. Εγώ κατόρθωσα να πω: Μέχρι εδώ μπορώ, καλά τα κατάφερα, δεν περιμένω κάτι άλλο. Δεν πειράζει να λυγίσεις, δεν πειράζει να χάσεις. Ίσα-ίσα. Και μου αρέσει αυτό.

Το πρώτο που με τράβηξε σε σένα ήταν, την εποχή του μπλογκ, ότι επέλεξες  το ψευδώνυμό σου από ποίημα του Πάουλ Τσελάν: Niemands Rose. Πώς συνέβη; Ήταν το καλοκαίρι του 2007 που με κλάμα και οδύνη είχα εγκαταλείψει την ποίηση. Μετά από μία περίοδο πένθους, παρέμενε μέσα μου μία φλόγα η οποία είχε να κάνει με το γράψιμο, που δεν μπορούσε να σβήσει. Έφτιαξα ένα μπλογκ τότε που τα μπλογκ ήταν πολύ στα πάνω τους. Ήμουν στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο, οπότε δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα σε σχέση με τα μπλογκς. Ήθελα να βρω έναν τρόπο έκφρασης ο οποίος να δημοσιοποιείται, κάποιος να το διαβάζει και να μου λέει και μία κουβέντα, αλλά δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να εκθέσω τον εαυτό μου ή να κάνω όνομα. Δεν με ενδιέφερε να γίνω συγγραφέας. Με ενδιέφερε να εκφραστώ. Εκείνα τα χρόνια διάβαζα Πάουλ Τσελάν -τον Τσελάν δεν τον διαβάζεις ένα μήνα, τον διαβάζεις χρόνια. Ήταν ένας από τους λόγους που έκοψα την ποίηση. Δεν μπορεί να γράφει ο Πάουλ Τσελάν και να γράφω κι εγώ. Αναμετρήθηκα με το τέρας, κατάλαβες; Κι έχασα.

Από την άλλη πόσοι θα συνέχιζαν να γράφουν αν το μέτρο σύγκρισής τους ήταν ο Πάουλ Τσελάν; Αυτό είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Το τι κάνει, πώς μετριέται με τον εαυτό του, πώς αναμετριέται με τους άλλους, πού θέλει να πάει, πώς βλέπει το μέχρι τώρα του. Δεν μπορώ να κρίνω τους άλλους. Κρίνω μόνο τον εαυτό μου. Περνάει λοιπόν αυτή η περίοδος της οδύνης, γιατί ήταν σαν να μου έκοβαν το χέρι, και ανοίγω το μπλογκ Του Κανενός το Ρόδο χωρίς δεύτερη σκέψη για το πώς θα το ονομάσω, αφού ο Τσελάν ήταν στο μυαλό μου, με είχε κυριεύσει. Εκεί άρχισε να χτίζεται μέσα μου η αντιφασιστική κουλτούρα, η οποία είχε ξεκινήσει βέβαια από τα μαθητικά μου χρόνια και τις τότε κινητοποιήσεις. Οπότε όταν ξέσπασε ο νεοναζισμός στην Ελλάδα το 2011 ήμουν πολύ διαβασμένη, πολύ έτοιμη. Για αυτό ίσως προέκυψε αβίαστα το Ανκόρ, το μυθιστόρημά μου που πραγματεύεται κατά κάποιο τρόπο τον αντιφασισμό.

Στο Λονδίνο ήσουν για σπουδές;  Έκανα εκεί ένα μεταπτυχιακό στη Δημόσια Υγεία και στη συνέχεια με υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών συνέχισα σε επίπεδο διδακτορικού . 

Εδώ πότε γύρισες; Στην Ελλάδα γύρισα τον Σεπτέμβριο του 2009. Με ένα μωρό στην αγκαλιά πλέον, γιατί είχε γεννηθεί η κόρη μου το 2008. Δίδαξα στο τότε ΤΕΙ Αθήνας για ένα χρόνο και μετά διορίστηκα στο Δημόσιο. Μέχρι σήμερα διδάσκω στο Πανεπιστήμιο σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο και εργάζομαι στη Δημόσια Διοίκηση.

Το δεύτερο πράγμα που με τράβηξε στη γραφή σου είναι ότι -και αυτό είναι σπάνιο στους συγγραφείς- αν διαβάσω κάτι ανώνυμα θα καταλάβω αμέσως πως είναι δικό σου. Έχεις στίγμα. Εγώ δεν το ξέρω αυτό. Χαίρομαι πάρα πολύ που το λες αλλά δεν είμαι σε θέση να το αναγνωρίσω ακόμα. Το αντίθετο μάλιστα. Πολλές φορές λέω “Μήπως δεν έχω δικό μου ύφος; Μήπως δεν έχω στυλ;” Δεν με απασχολεί και πολύ να σου πω την αλήθεια, αλλά καμιά φορά αναρωτιέμαι. Ξέρω ότι έχω μία κοινή θεματολογία στα θεατρικά μου έργα, σε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, σε ό, τι γράφω. Έχω κάποιους κοινούς άξονες θεματικούς. Αυτό μπορώ να το αναγνωρίσω και είναι και λογικό. Αλλά το ύφος όχι. Και μάλιστα μου φαίνεται και πολύ ετερόκλητο. Δηλαδή οι Ανάποδες Στροφές, το τελευταίο βιβλίο, με το Ανκόρ, το προτελευταίο, θεωρώ ότι απέχουν πάρα πολύ υφολογικά. Οι Ανάποδες Στροφές είναι γραμμένες σε ένα σύγχρονο λόγο, κάπως προφορικό, σαν να είναι μονόλογος. Έχει μέσα αρκετή βωμολοχία, έχει λούμπεν χαρακτήρες. Από την άλλη, το Ανκόρ έχει έναν βερμπαλισμό, μία εκζήτηση του λόγου, μία διακειμενικότητα, έχει άλλα στοιχεία. Αναγνωρίζεις ίσως τον αξιακό κώδικα του κάθε συγγραφέα, όχι απαραίτητα τα ύφος του.

Κι όμως, έχεις μία λιτότητα. Είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος έστω και λέξη που να περισσεύει. Αυτό ναι, μου το έχει πει και ο Άρης Μαραγκόπουλος στο πρώτο βιβλίο, στα Φώτα στο Βάθος, που είχα την τιμή να το παρουσιάσει κιόλας. Στην τέταρτη έκδοση του βιβλίου έχουμε συμπεριλάβει κάποια αποσπάσματα από κριτικές, μεταξύ των οποίων και του Άρη, ο οποίος λέει ότι δεν περισσεύει ούτε μία λέξη. Αυτό νομίζω ότι έχει να κάνει -γιατί τίποτα δεν πάει χαμένο- με τα είκοσι χρόνια ποίησης. Στην ποίηση μαθαίνεις να κάνεις οικονομία λόγου, να μην γράφεις για να γράφεις. Το ότι έχω μία οικονομία λόγου το καταλαβαίνω. Για αυτό ασχολούμαι και με το θέατρο. Το οποίο είναι γυμνό, πραγματικά. Είναι γυμνός ο λόγος.

Είσαι πάρα πολύ δυνατή στη μικρή φόρμα. Στο σύντομο διήγημα ή τη νουβέλα έχεις κάτι καταιγιστικό. Δεν μπορεί ο άλλος να σταματήσει να διαβάζει. Ακριβώς γιατί δεν περισσεύει τίποτα. Και ένα πολύ υποδόριο χιούμορ το οποίο ενυπάρχει ακόμα και στην τραγικότερη κατάσταση -σε αυτήν ίσως ακόμα πιο πολύ. Ναι, αυτό το δέχομαι, βέβαια. Γιατί ως ιδιοσυγκρασία δεν μου αρέσει να κλαίγομαι και δεν μου αρέσει ούτε οι ήρωές μου να κλαίγονται, ούτε εγώ να τους κλαίω. Ακόμα και μέσα σε δύσκολες συνθήκες θεωρώ ότι το χιούμορ πρέπει να υπάρχει. Είναι πολύ ιδιαίτερη τέχνη, είναι δύσκολη τέχνη το χιούμορ. Αυτά τα χαρακτηριστικά που είπες, αναγνωρίζω κι εγώ ότι διαπερνούν οτιδήποτε γράφω. Ακόμα και ένα παιδικό βιβλίο που έχω γράψει στις εκδόσεις Πατάκη, το Μυστήριο της Χαμένης Τηλεόρασης, διαπνέεται από αυτά ακριβώς. Τη λιτότητα, το χιούμορ και την πολιτική διάσταση. Ακόμα κι αυτό είναι πολιτικό -μιλάει για τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου και την οικολογία. Δεν είναι ένα παιδικό για νεράιδες και ξωτικά, χωρίς να τα υποτιμώ.

Έχω την εντύπωση ότι γενικώς η Τέχνη ή είναι πολιτική ή δεν είναι τίποτα. Πολιτική είναι σίγουρα γιατί ζω πολιτικά. Η καθημερινότητά μου είναι πολιτική. Όταν θα σηκωθώ το πρωί και θα διαλέξω αν θα πάω με το αυτοκίνητο στη δουλειά ή αν θα πάω με τις συγκοινωνίες είναι μία πολιτική πράξη. Οτιδήποτε κάνεις είναι πολιτική πράξη, ακόμα και το γιαούρτι που θα πάρεις. Αν θα είναι πολυεθνικής ή αν θα είναι ένα ντόπιο πιο ακριβό αλλά από μικρούς παραγωγούς. Η διασκέδασή σου, η συμβίωσή σου, η οδήγησή σου, όλα είναι πολιτικές πράξεις. Οτιδήποτε κάνεις είναι και ηθική και αισθητική και πολιτική.

Η αισθητική είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα λέξη. Έχεις δική σου αισθητική. Μίλησες πριν για τις βωμολοχίες στις Ανάποδες Στροφές. Ενταγμένες μέσα στο δικό σου ύφος ακούγονται αλλιώς. Στις Ανάποδες Στροφές αυτό που επιχείρησα να κάνω, το οποίο έχει γίνει και στο Ανκόρ με έναν άλλον τρόπο, είναι να επηρεάζομαι από τη γλώσσα του χαρακτήρα μου ακόμα και στην αφήγηση. Δηλαδή αλλάζει η αφήγηση ανάλογα με τον ήρωα ο οποίος είναι στο προσκήνιο εκείνη τη στιγμή. Δεν είμαι ο Φλομπέρ για να αποστασιοποιηθώ πλήρως και να γράφω μία αφήγηση με πολύ διαφορετικό ύφος από του ήρωα που βρίσκεται στη σκηνή -γιατί τους βλέπω σαν ήρωες στη σκηνή, έχουν μία θεατρικότητα όσα γράφω. Προσπάθησα να μιλήσω στη σημερινή γλώσσα κάποιων τάξεων όπως η εργατική, και μάλιστα η λούμπεν. Αν το κατάφερα ή όχι εναπόκειται στην κρίση των αναγνωστών.

Στη συζήτησή μας μέχρι τώρα έχει προκύψει τρεις φορές η λέξη θέατρο, χωρίς να είσαι στη συνείδησή μας καταρχάς θεατρική συγγραφέας. Είναι κάτι που σε απασχολεί; Στο θεατρικό γράψιμο θεωρώ ότι πρέπει να περάσεις μία περίοδο μαθητείας. Είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος γραφής που πρέπει να τον μάθεις. Όσοι έχουν καταφέρει να γράψουν θέατρο χωρίς να έχουν περάσει μαθητεία, μπράβο τους. Εγώ δεν θα μπορούσα. Και μολονότι δεν είμαι υπέρ των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής στο μυθιστόρημα και στο διήγημα -και πολύ περισσότερο στην ποίηση- στο θέατρο θεωρώ ότι χρειάζεται να μάθεις κάποιες τεχνικές. Έκανα σεμινάρια με τον Ανδρέα Φλουράκη. Παρακολούθησα επίσης, την πρώτη χρονιά που συστήθηκε, το Εργαστήρι Νέων Θεατρικών Συγγραφέων στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Κάθε Σάββατο για περίπου 9 μήνες ήμασταν εκεί με πολύ καλούς δασκάλους -μεταξύ των οποίων το Βασίλης Κατσικονούρης, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ο Ηρακλής Λογοθέτης και η Ελένη Ζιώγα. Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Για μένα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να κάνω γλαφυρές περιγραφές του συγκείμενου. Με ενδιαφέρει ο χαρακτήρας. Όταν το κάνει ο Τόμας Μαν στο Μαγικό Βουνό όπου επί πέντε σελίδες περιγράφει ένα δωμάτιο, είναι εκπληκτικός. Αλλά είναι ο Τόμας Μαν, και επίσης ανήκει σε έναν άλλο αιώνα. Εγώ θέλω να κάνω πράγματα τα οποία είναι πιο ζωντανά και πιο προφορικά. Ως θεατρική συγγραφέα δεν με ξέρετε, επειδή είναι πιο δύσκολη η διακίνηση του θεατρικού έργου ενός ανθρώπου ο οποίος δεν είναι απόφοιτος δραματικής σχολής ώστε να ξέρει σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Στην πεζογραφία και την ποίηση είναι πολύ πιο ευθεία η διαδικασία. Στέλνεις το γραπτό σου σε εκδοτικούς οίκους και αν ενδιαφερθεί κάποιος σε παίρνει τηλέφωνο. Στο θέατρο δεν υπάρχει αντίστοιχος τρόπος να διακινήσεις το έργο σου. Για αυτό έχουν φτιαχτεί κατά διαστήματα πλατφόρμες όπως το The Greek Play Project το οποίο έχει σκοπό να προωθήσει ελληνικά έργα. Τα Φώτα στο Βάθος δραματοποιήθηκαν στο Από Μηχανής Θέατρο από τη μεξικάνα σκηνοθέτιδα Έστερ Γκονζάλες, η οποία έκανε εκπληκτική δουλειά. Ένα άλλο θεατρικό μου, Τα Άλογα, είχε διακριθεί στο διαγωνισμό θεατρικού μονόπρακτου που είχε κάνει η Ελένη Γερασιμίδου στο Από Κοινού Θέατρο με μία πολύ καλή επιτροπή. Επίσης είχα την τύχη να δω δραματοποιημένο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τη Λουκία Μιχαλοπούλου το έργο μου Οι Μέρες της Αγίας Βαλπουργίας. Περίμενα να δω ένα αναλόγιο και η Λουκία είχε καταφέρει να κάνει παράσταση κανονική, με κοστούμια και αποστήθιση του κειμένου. Ο Νίκος Διαμαντής έκανε εκεί μια σοβαρή προσπάθεια να αναδείξει νέους θεατρικούς συγγραφείς. 

Σκάω τώρα που δεν το είδα. Ήταν εκπληκτικό. Έγινε στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου και είχε τόσο κόσμο που κάθισα στο πάτωμα. Είναι ένα πολύ ζόρικο έργο, το οποίο απορώ πώς κατάφεραν να το ανεβάσουν. Οι Μέρες της Αγίας Βαλπουργίας είναι σε ένα χωρόχρονο μη υπαρκτό. Στο θέατρο επινοώ κόσμους. Διαδραματίζεται σε μία χώρα πολύ προωθημένου καπιταλισμού, όπου δεν σταματά να φυσάει ποτέ. Αυτό έχει μία αλληγορία, όπως αντιλαμβάνεσαι. Οι κεντρικοί χαρακτήρες, δύο άντρες και μία γυναίκα, δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τίποτα από αυτά που λένε, έχουν μία πολυδιάσπαση -αυτό που συμβαίνει και σε εμάς σήμερα. Και φυσικά είναι μαύρη κωμωδία. Να πάλι το χιουμοριστικό στοιχείο. Ακόμα και τα Άλογα που είναι αντιπολεμικό έργο, καταλήγει σε φάρσα. Δεν μπορώ να μην έχω το κωμικό στοιχείο, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό.

Χωρίς εμείς οι δύο να γνωριζόμαστε στενά, μπορώ να διακρίνω στη γραφή σου στοιχεία που έχουν προκύψει από βιώματά σου. Ξέρω ότι είναι μία ερώτηση κλισέ, αλλά πόσα από αυτά που γράφει κανείς τα έζησε και πώς τα κωδικοποιεί;  Έτυχεη ζωή μου να έχει τρομερή ποικιλομορφία. Ξεκίνησα από μία λαϊκή προσφυγογειτονιά του Ηρακλείου. Συναναστρεφόμουν με φτωχούς ανθρώπους εργατικής τάξης -η λέξη φτωχός  είναι ταμπού, αλλά αυτό ήταν. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε στο χωριό του μπαμπά και της μαμάς όπου συναντούσα αγρότες και κτηνοτρόφους. Αργότερα ήρθα στην Αθήνα, γνώρισα έναν άλλο κόσμο. Πήγα στο Λονδίνο, γνώρισα ακαδημαϊκούς. Ξαναγύρισα στην Αθήνα, συναναστράφηκα με πολιτικούς σε πολύ υψηλά αξιώματα και είχα φίλους από όλο το κοινωνικό φάσμα. Έχω τόσο πλούσιο υλικό, που αυτά που γράφω είναι ψίχουλα μπροστά σε αυτά τα οποία θα μπορούσα να γράψω. Αν εύχομαι ένα πράγμα στον εαυτό μου είναι να έχω σώας τας φρένας και να καταφέρω να είμαι κορακοζώητη σαν τους προγόνους μου και να μπορέσω να γράφω. Η γιαγιά μου η Πελαγία πέθανε 100 χρονών! Άλλοι κληρονομούν πολυκατοικίες, εγώ κληρονόμησα μακροζωία. Έχω υλικό να γράφω μέχρι το βαθύ γήρας. Αυτά που γράφω δεν είναι ακριβώς βιωματικά. Είναι εκεί, μέσα στο τεράστιο μπλέντερ του μυαλού μου. Βγαίνουν καινούργια πράγματα γιατί συμβαίνουν γονιμοποιήσεις μέσα στο κεφάλι μου. Κανένας χαρακτήρας από όσους έχω δομήσει, είτε στο θέατρο, είτε στην πεζογραφία, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Έχει γίνει ένα μείγμα.

Κάτι το οποίο είναι χαρακτηριστικό και δικό σου αλλά και δικό μου, είναι ότι βρεθήκαμε να μιλήσουμε χωρίς κανενός είδους επικαιρότητα επαγγελματική, δεν είναι ότι μόλις κυκλοφόρησε το καινούργιο σου βιβλίο και πάμε να το πουλήσουμε.  Όχι, και αυτό μας απαλλάσσει από το άγχος της προώθησης που δυστυχώς αναγκαζόμαστε να κάνουμε οι συγγραφείς. Είναι πρόβλημα αυτό. Εγώ το συγγραφέα στο μυαλό μου τον είχα σαν τον Παπαδιαμάντη, κοσμοκαλόγερο -κοσμοκαλόγρια στη δική μου περίπτωση. Δυστυχώς μπαίνεις στη διαδικασία να προωθήσεις το βιβλίο σου, να κάνεις συνεντεύξεις, παρουσιάσεις.. Αυτά μακάρι να μην υπήρχαν. Αν νοσταλγώ κάτι από την εποχή των μπλογκς, είναι ότι δεν ήξερε κανένας ποια είμαι, δεν ήξεραν καν αν είμαι άντρας ή γυναίκα -δήλωνα γυναίκα αλλά θα μπορούσα να μην είμαι. Ήμουν κάτω από τον μανδύα της ανωνυμίας και εκφραζόμουν απολύτως ελεύθερη.

Κοντινό σχέδιο υπάρχει;  Έχω υποβάλει μία συλλογή διηγημάτων στον Καστανιώτη με τον οποίο συνεργάζομαι, και έχει εγκριθεί. Ο τίτλος της θα είναι Η Θάλασσα Δεν Είναι Μπλε. Έχει επίκεντρο την Κρήτη και την πορεία προς την ενηλικίωση. Γυρνάω στο παρελθόν και το ανατέμνω. Αυτό περιμένουμε το 2021, μαζί με τα 200 χρόνια από την επανάσταση. Θα αποκαλυφθεί και ότι η θάλασσα δεν είναι μπλε, γιατί η θάλασσα δεν έχει χρώμα, είναι νερό.

Υπάρχει κάτι άλλο που θέλεις να πούμε; Να είμαστε καλά, να δημιουργούμε και να έχουμε ωραίες νίκες σαν και αυτή που είχαμε με την ήττα του φασισμού.