Καταραμένο έργο και βαρύσκιωτο, οι άγγλοι ούτε καν το κατονομάζουν – The Scottish Play το αποκαλούν, και θεωρούν γρουσουζιά κάθε αναφορά στο όνομά του. Επίσης, θεωρείται κείμενο που κάθε ανέβασμά του είναι καταδικασμένο να αποτυγχάνει: ακόμα κι ο πολύς Πήτερ Ο’ Τουλ, όταν το επιχείρησε, «ευτύχησε» να εισπράξει από την κριτική το χαρακτηρισμό Macflop (flop = αποτυχία, νούλα).

Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου δυστυχέστατα τηρεί απαρέγκλιτα αυτή την σαιξπηρική παράδοση. Και την ευθύνη φέρει εξ ολοκλήρου – ποιος άλλος; – ο άνθρωπος που, από υπέρμετρη φιλοδοξία ή υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του, πήρε στους ώμους του το εγχείρημα. Άγνοια κινδύνου δεν νομίζω πως δικαιούται να επικαλεστεί. Ανέλαβε οικειοθελώς τη διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη και του ερμηνευτή του κεντρικού ρόλου. Θα υπενθυμίσω ένα τυχαίο παράδειγμα: ο Μιχαήλ Μαρμαρινός – σοφά πράττων – έχει αρνηθεί να διαπράξει το ίδιο ατόπημα από την εποχή του Άμλετ, το Δάγκωμα του Φιδιού,  που υπήρξε μάλιστα θριαμβευτική επιτυχία, και μετά. Από εκεί ξεκίνησε το κακό: ο σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης κάνει λάθος επιλογή στον πρωταγωνιστικό ρόλο: αν η παράσταση επρόκειτο να κινηθεί σε κλασικό δρόμο, όπως κι έγινε, το φυζίκ του μάλλον δεν ήταν το κατάλληλο. Αν πάλι ήθελε να δικαιολογήσει την επιλογή του αυτή, έπρεπε να σκηνοθετήσει εντελώς διαφορετικά. Θυμάμαι, στην ίδια αυτή αίθουσα της Κεντρικής Σκηνής του Κτιρίου Τσίλλερ, να βλέπω σε ηλικία δώδεκα ετών τον Μακμπέθ σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Από όσα θυμάμαι, ακόμα κι εκείνη η παράσταση φαντάζει πιο σύγχρονη από την τωρινή… Η ίδια η ερμηνεία του Δημήτρη Λιγνάδη αναδίδει παλιακό, γερασμένο θέατρο: δεν μπορεί να παίξει κανείς τον Μακμπέθ το 2020 ναρκισσευόμενος με τη φωνή του, ούτε σχολιάζοντας με χειρονομίες σχεδόν κάθε φράση που προφέρει. Και το κακό διαχέεται: δεν θυμάμαι από πότε θεωρείται ήδη ξεπερασμένη η ανάγνωση μιας επιστολής με την ακρόαση της  φωνής του επιστολογράφου να ακούγεται off. Ούτε τα φλουταρισμένα βλέμματα στο ταβάνι ή το υπερπέραν. Σε αυτή την κατεύθυνση αναλώθηκε και η Μαρία Κίτσου: μια αξιόλογη ηθοποιός, που έχει όμως απόλυτη ανάγκη σκηνοθέτη, ο οποίος εδώ την οδήγησε σε ολισθηρότητες ατραπούς: τρέμουλα, μούτες, πεπαλαιωμένες υπερβολές, κι η φωνή του ίδιου του Λιγνάδη πίσω από τους περισσότερους τονισμούς της.

Για τους ρόλους των τριών μαγισσών, ο σκηνοθέτης επέλεξε τους σημαντικότερους ίσως ηθοποιούς που διέθετε: την Ράνια Οικονομίδου, την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου και (καιρός να το πούμε) τον Βασίλη Καραμπούλα. Ενδυματολογικά ανεκδιήγητη η περιβολή τους, τις έκανε να μοιάζουν σαν την Κοκκινοσκουφίτσα με στολή αεροσυνοδού. Πέραν αυτού, οι μάγισσες εμφανίζονται κανονικά στο έργο περί τις δυόμιση φορές. Στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη, εκλήθησαν να ερμηνεύσουν σωρεία άλλων άσχετων ρόλων, πυροδοτώντας ένα δραματουργικό αλαλούμ άνευ προηγουμένου. Μετέτρεψαν το μυθικό πορτιέρη σε επιθεωρησιακή σκηνή (στην παράσταση του Σολομού που προανέφερα, το ρόλο ερμήνευε ανεπανάληπτα ο Ντίνος Ηλιόπουλος). Ανέλαβαν τους ρόλους των δολοφόνων του Μπάνκο, αλλά και των σερβιτόρων στο δείπνο όπου ο δολοφονηθείς απουσιάζει: ο Λιγνάδης μένει να κραδαίνει το σκέπασμα της πιατέλας που περιείχε το κεφάλι (;) του Μπάνκο με τον αποτροπιασμό πελάτου ρεστοράν περιωπής που διαπιστώνει πως του σερβίρεται καλοψημένο το φιλέτο που παρήγγειλε σενιάν. Στην πρεμιέρα, η ζοφερότατη αυτή σκηνή έβγαλε γέλιο (κακό σημάδι). Τέλος, διακόπτουν την τελική μονομαχία Μακμπέθ- Μακντάφ για να αναγγείλουν (εκτός της κανονικής του θέσης) το θάνατο της λαίδης, δημιουργώντας σχεδόν την εντύπωση πως ο εγκληματίας σφετεριστής του θρόνου αφήνεται να σκοτωθεί συντετριμμένος από την απώλεια της συμβίας του. Κοντολογίς, χάος…

Το έχουμε ξαναπεί στο παρελθόν, αλλά η επανάληψη τυγχάνει μήτηρ μαθήσεως (συχνάκις και πλήξεως): τα σύμβολα στη σκηνή φέρουν δύο ακραίους κινδύνους: είτε να είναι τόσο προφανή που να καταντούν κραυγαλέα κι αχρείαστα, είτε τόσο προσωπικά και κρυπτικά που να παραμένουν ανεξιχνίαστα. Εδώ η υπερβολική χρήση του κόκκινου χρώματος (ενδύματα, γάντια, τοίχος κλπ) προφανέστατα εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία.

Ενδιαφέρουσα αισθητικά, η σκηνογραφική λύση του τοίχου απ’ όπου έβγαιναν χέρια προέρχεται απ’ ευθείας από την Αποστροφή του Ρομάν Πολάνσκι. Όταν όμως το ζεύγος των σφετεριστών αρχίζει να αναρριχάται πάνω τους δίκην indoor climbing, το εύρημα ακυρώνεται. Πολλώ μάλλον όταν η λαίδη Μακμπέθ, στην εμβληματική σκηνή της τρέλας της, προσπαθεί να καθαρίσει από το αίμα ένα- δύο από αυτά πριν από τα δικά της… (Σκηνικά- κοστούμια της Εύας Νάθενα)

Ο Γιώργος Μπινιάρης ως βασιλιάς περιορίστηκε στη χρήση της φωνής και της εμφάνισής του, χωρίς να καταβάλει περαιτέρω κόπο. Τη στιγμή όπου ως νεκρός με το σώβρακο-σκελέα οδεύει προς την πλατεία, μετά βίας συγκράτησα ένα γέλιο.

Τηλεοπτικοί στις ερμηνείες τους και εκτός τόπου και χρόνου, ο Ορέστης Τζιόβας, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος και ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος αφέθηκαν αβοήθητοι από το σκηνοθέτη τους να εκτεθούν.

Ο Τζέο Πακίτσας, εξαιρετικά ενδιαφέρων νέος ηθοποιός που ανακαλύψαμε στον Εντί Μπελγκέλ, εκλήθη να παίξει όλα τα παιδιά της παράστασης  με επαναλαμβανόμενη ηχητική συνοδεία το Ave Maria του Γκουνώ. Όποιος μπορέσει να αιτιολογήσει βάσιμα γιατί τα λόγια της μητέρας του- λαίδης Μακντάφ – τα σφετερίζεται δραματουργικά επί σκηνής ο ίδιος ο Μακμπέθ, κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον.

Μεγαλύτερη αρετή της παράστασης η ευφρόσυνη μετάφραση του, εμμονικού  – με την κολακευτικότερη δυνατή σημασία της λέξης – με τον Σαίξπηρ, Νικου Χατζόπουλου. Γι αυτό κι επιλέγω να κάνω πως δεν άκουσα τη φράση του (απόντος) πορτιέρη περί καμένης βάτας…

Επιτυχέστατοι οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα.

Φυσικά, μια αποτυχία σε ένα τόσο δύσκολο κείμενο που για τόσους και τόσους έχει αποβεί μοιραίο, δεν αποτελεί δα και έγκλημα. Το ανησυχητικό είναι η εμμονή του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου να διατηρήσει το διπλό ρόλο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή παράλληλα με τα νέα καθήκοντά του. Σε συνδυασμό με τις βαρύγδουπες εξαγγελίες του στην συνέντευξη Τύπου περί εκπολιτισμού, κινδυνεύει να θεωρηθεί πως το μοναδικό σημείο όπου συνάντησε το σαιξπηρικό ήρωα είναι η υπέρμετρη φιλοδοξία, κι ο ρόλος να αποτελέσει σχόλιο περί των επιλογών του. Απευκταίο κάτι τέτοιο – και καθώς βρίσκεται ακόμα στην αρχή της θητείας του, σίγουρα υπάρχει χρόνος για ωριμότερη σκέψη, καθώς ίσως ο αρχικός ενθουσιασμός να τον ώθησε να υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του. Διαφορετικά κινδυνεύει να δικαιώσει μια παροιμιώδη ρήση των ανατολικών λαών: πως ο χαρακτήρας είναι μοίρα.

Στην επίσημη πρεμιέρα της παράστασης, όπου είχα την τιμή να παρευρεθώ, ανάμεσα στους θεατές ήταν και κάποιος που δεν θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει ποτέ σε θεατρική αίθουσα: ο τσεκουράτος υπουργός Μάκης Βορίδης. Ενδιαφέρουσες επιλογές δραματολογίου, αν μη τι άλλο…