Επιμέλεια: Δήμητρα Αλεξοπούλου

Είναι δύσκολο για το θέατρο να επιτύχει τις ποιότητες του εφιάλτη. Ακόμα πιο δύσκολο να κερδηθεί το στοίχημα όταν το υλικό προέρχεται από τον κινηματογράφο, που έχει διαφορετικές δυνατότητες δημιουργίας ψευδαισθήσεων, αλλά είναι και ευρέως γνωστό. Αυτό συμβαίνει με Το Μωρό της Ρόζμαρι, που παρουσιάζει διαδικτυακά -πώς αλλιώς άραγε στις μέρες μας;- μια εξαιρετική ομάδα νέων ηθοποιών, έχοντας δουλέψει ευφυέστατα με τα κατεξοχήν όπλα του θεάτρου: το χρόνο και την εσωτερικότητα. Η Ευθαλία Παπακώστα που ερμηνεύει τον ομώνυμο ρόλο, είναι μια από τις πιο ξεχωριστές ηθοποιούς της γενιάς της. Το νεανικό της παρουσιαστικό ξεγελάει και κάνει μεγαλύτερο τον αιφνιδιασμό από τον εντυπωσιακό έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και την ευρηματικότητα των ερμηνειών της, που είναι πάντα προϊόν σκληρής δουλειάς και επίπονης έρευνας. Η Ευθαλία μάς μιλά για την ασυνήθιστη πορεία της από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα και τις αναζητήσεις της. Ας τη γνωρίσουμε καλύτερα, μιας και θα μας απασχολήσει σίγουρα στο μέλλον.

Σε βρίσκω σε γυρίσματα, σωστά;

Ναι, κάνω μία ταινία μεγάλου μήκους. Είμαστε στη Χίο και θα μείνουμε εδώ μέχρι τα τέλη του Μάρτη. Λέγεται Χειμώνας με τη Βαλμίρα. Είμαι μετά από δωδεκάωρη πρόβα, τώρα συνέρχομαι.

Ποιος σκηνοθετεί την ταινία;

Η Μαρία Ντούζα. Έχει κάνει μια μικρού μήκους και έχει δουλέψει κυρίως στη διαφήμιση. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους της. Ο χαρακτήρας μου, η Βαλμίρα, είναι κωφή, έχει χάσει τη μητέρα της, χάνει τη γιαγιά της και πάει στη Χίο να βρει τον πατέρα της, με τον οποίο έχει περίεργη σχέση. Έτσι αρχίζει η ιστορία.

Πώς αποφάσισες να βρεθείς σε αυτό τον χώρο; Τι σε τράβηξε στην υποκριτική; 

Μεγάλωσα σε πολύ μοναχικό σπίτι, ένιωθα μοναξιά. Βαριόμουν όταν ήμουν παιδί. Έχασα τη μαμά μου πολύ μικρή και ο μπαμπάς μου ήταν αρκετά απών. Είχα πολύ χρόνο με τον εαυτό μου και πολύ δραστήριο μυαλό. Κάτι έπρεπε να το κάνω. Είδα πολλά πριν από τα έξι μου. Έζησα δραματικές καταστάσεις: νοσοκομεία, καυγάδες. Δεν ήταν τίποτα ρόδινο. Και μεγάλους έρωτες επίσης! Ερωτεύτηκα πολύ μικρή. Από τα τρία μου χρόνια άρχισα να ερωτεύομαι. Κυνήγαγα, έκλαιγα…

Νομίζω ότι κάπως έτσι μυήθηκα στο θέατρο, οι προσλαμβάνουσές μου ήταν αυτές. Όταν ήμουν μόνη μου στο δωμάτιό μου, το μόνο που έκανα ήταν να παίζω σενάρια: ότι μου κλέβουν τον μπαμπά μου ή τη μαμά μου, ότι πρέπει για κάποιο λόγο να υπερασπιστώ τον εαυτό μου…

Ένιωθα από μικρή ότι ήταν ο έρωτας και ο θάνατος τα βασικά συστατικά της ζωής. 

Και πώς το κυνήγησες αυτό μεγαλώνοντας;

Νομίζω ότι η λαχτάρα για το θέατρο ήταν πάντα κάτω από το δέρμα μου. Επειδή γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη -ήρθα στην Ελλάδα τριών εβδομάδων- ένιωθα αυτή την πόλη σαν αφετηρία μου και ήθελα να πάω εκεί να σπουδάσω. Με δέχτηκαν σε ένα πανεπιστήμιο, αλλά αρνήθηκα να πάω, δεν ένιωθα έτοιμη. Το μετάνιωσα την επόμενη μέρα και γράφτηκα σε μία ιδιωτική σχολή, τη New York Film Academy. Ο πατέρας μου δεν είχε πολλά, αλλά πούλησε ένα κτήμα για τις σπουδές μου. Σε τρεις μέρες μετακόμισα. Ήταν δύσκολα. Δεν ήξερα κανέναν. Είχα νοικιάσει ένα υπνοδωμάτιο στο σπίτι μιας κυρίας, η οποία ήταν Κινέζα.

Γράφτηκα στη σχολή και στην αρχή το έβλεπα λίγο σαν ένα χαζό αστείο. Κάποια στιγμή κάναμε μία σκηνή του Τέννεσση Ουίλιαμς με ένα συμμαθητή. Και χάνομαι μέσα στη σκηνή. Ξαναρχίζει δύο φορές από την αρχή, κάνουμε κύκλο και δεν το έχω καταλάβει. Αφέθηκα. Εκείνη ήταν η στιγμή που ήξερα. Μπορεί να ακούγεται περίεργο αλλά εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό θέλω.

Διέκοψα τις σπουδές στη σχολή και γύρισα στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους. Ήμουν ψιλοδιαλυμένη συναισθηματικά και αποφάσισα να μείνω για λίγο καιρό. Πήγα στη σχολή της Νέλλης Καρρά για έναν χρόνο. Το είδα λίγο σαν προετοιμασία για το πανεπιστήμιο. Ήταν περίεργο, εκείνο το διάστημα ήμουν πολύ καλά, πολύ ευτυχισμένη και ένιωθα πολύ στενό κύκλο γύρω μου. Με είχε ζητήσει για την παράστασή του ο Έκτορας Λυγίζος τότε, κι ο Λάνθιμος ήθελε να παίξω σε ταινία του. Κάτι είχε αρχίσει να γίνεται αλλά δεν ξέρω τι έπαθα, αποφάσισα να πάω να κάνω τις σπουδές μου στην Αμερική. Έφυγα και πήγα στο πανεπιστήμιο. Ήταν πανεπιστήμιο κανονικό, δηλαδή έπρεπε να πάρεις διάφορα μαθήματα, αλλά εγώ έπαιρνα μόνο θέατρο. Διευθύντρια ήταν η JoAnne Akalaitis, τότε σύζυγος του Phillip Glass. Λέγεται γι αυτήν ότι εφηύρε το μοντέρνο θέατρο της Νέα Υόρκης. Ήταν ένα φοβερό μυαλό. Ήταν μια σχολή από μόνη της και ως διευθύντρια του πανεπιστημίου έβαζε το χρώμα της σε ό, τι κάναμε. Μας έβαζε να γράφουμε, να σκηνοθετούμε, να παίζουμε. Πηγαίναμε και βλέπαμε όπερες του Phillip Glass και τις αναλύαμε μετά. Έφερνε ηθοποιούς φοβερούς από τη Νέα Υόρκη και μας μίλαγαν, ερχόταν στο μάθημα, έβλεπε τους μονολόγους μας, μας έβαζε με το ζόρι να κυνηγήσουμε ηθοποιούς που μας αρέσουν για να τους πάρουμε συνέντευξη. Ο Μπέκετ της είχε κάνει μήνυση γιατί είχε ανεβάσει ένα έργο του στο μετρό της Νέας Υόρκης μόνο με μαύρους ηθοποιούς. Και ήταν κολλητή με τον Ζενέ.Είχε σκηνοθετήσει Το Μπαλκόνι, και μας είχε δώσει μια εκτύπωση σεναρίου με τις δικές του σημειώσεις για την παράστασή της. Φοβερή τύπισσα. Ζωντανή ιστορία ήταν.

Πόσο διαφορετική ήταν η ζωή εκεί;

Στην Νέα Υόρκη δεν είχα αυτή την ευτυχία που ένιωθα στην Αθήνα όπου ζούσα τη ζωή στο έπακρο, αλλά είχα συγκεντρωθεί πάρα πολύ στις σπουδές μου. Εκεί διαμορφώθηκα νομίζω. Θυμάμαι ότι μετά από κάποιο καιρό ένιωσα ότι δεν προχωράω και ζητούσα επίμονα από τον καθηγητή μου να μου δώσει κάτι παραπάνω, μία καινούργια πρόκληση. Mου δίνει τον Τρέπλιεφ από το Γλάρο και προσπαθώ να βρω τη δική μου τεχνική στο πώς να το δουλέψω. Άρχισα να διαβάζω όλες τις βιογραφίες του Τσέχωφ. Προσπάθησα να συναρμολογήσω τη ζωή του και τη σχέση του με τους χαρακτήρες των έργων του. Άρχισα να βυθίζομαι εκεί και τελικά προέκυψε κάτι πολύ δυνατό για μένα. Θεώρησα ότι το πανεπιστήμιο δεν έχει κάτι παραπάνω να μου δώσει και ότι είμαι έτοιμη να πάω να παίξω στη Νέα Υόρκη. Εντάξει, αλαζονεία φουλ! Με πήρε στην παράστασή του ένας σκηνοθέτης που είχαμε συνεργαστεί και στο πανεπιστήμιο. Δεν το τελείωσα το πανεπιστήμιο ποτέ. Ούτε το σχολείο τελείωσα, ούτε την Νέλλη Καρρά.

Τι παράσταση;

Ήταν πάνω σε κείμενα του Ντέιβιντ ΦόστερΟυάλλας. Φορούσαμε ακουστικά και ακούγαμε τη φωνή του συγγραφέα να διηγείται ιστορίες του, και ήταν επί σκηνής ο σκηνοθέτης, ο Ντάνιελ Φις, που διάλεγε ποιος θα πει τι. Πολύ περίεργη παράσταση, σαν σπαζοκεφαλιά.. Με το δικό του σινιάλο, εμείς μιμούμασταν ό,τι ακούγαμε. Ήμασταν λίγο σαν πομπή. Και κάποιες στιγμές καθώς μιλούσες, ο σκηνοθέτης ανέβαζε την ένταση του ήχου και ήταν σαν να τσακώνεσαι. Έδινε ο ίδιος ποιότητες στη διήγηση ανάλογα με αυτές τις αυξομειώσεις. Μου είχε κολλήσει ο Τσέχωφ όμως, και σκηνοθέτησα κάτι σαν workshop πάνω στον Γλάρο, έπαιξα και σε μία ακόμα παράσταση και μετά γύρισα στην Ελλάδα.

Πώς και δεν έμεινες εκεί;

Μου έλειπε να έχω παραπάνω δουλειά. Χρειάζεται πολύς κόπος και προσπάθεια να κάνεις καριέρα στη Νέα Υόρκη. Ήταν πολύ φιλόδοξο να μείνω. Θεώρησα ότι στην Ελλάδα θα είχα ευκαιρίες να δουλέψω περισσότερο και πάνω σε περισσότερα είδη. Το προτίμησα από το να δουλεύω σπάνια μόνο και μόνο για να λέω ότι είμαι στη Νέα Υόρκη. Αρρώστησε και ο πατέρας μου εκείνη την εποχή και δεν ήταν δύσκολη η απόφαση. Δεν μπορούσα να είμαι συνέχεια τη μία εδώ και την άλλη εκεί. 

Γύρισα το 2015. Σκηνοθέτησα μία παράσταση, το Animals, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Αποφάσισα να ξεκινήσω με δική μου πρωτοβουλία σκηνοθετώντας, αντί να περιμένω να γνωρίσω κόσμο. Σαν αυτόματος πιλότος ήταν λίγο το Animals. Μόλις είχα χάσει τον πατέρα μου, ήθελα να κάνω κάτι, δεν ήθελα να αφεθώ. Ήταν θέμα επιβίωσης, να συνεχίσω να κάνω πράγματα, να δημιουργώ. Όμως ήταν ένα έργο που δεν με εξέφραζε. Ήταν μία πολιτική σάτιρα. Καλά πήγε, δεν έχω παράπονο. Αλλά δεν εκφράστηκα μέσα από αυτό. Καθόλου. Δεν με έβρισκα. Δεν ένιωσα καθόλου δημιουργικά. Ένιωθα λίγο σαν παραγωγός. Δύσκολα ήταν. Μετά έψαχνα για δουλειά, δεν έβρισκα…

Βρίσκεσαι ξαφνικά να σκηνοθετείς στην Ελλάδα σε ηλικία αρκετά νεανική. Οι συνάδελφοί σου, τους οποίους σκηνοθέτησες, πώς σε αντιμετώπισαν;

Οι μισοί με πολλή αγάπη, με τους άλλους μισούς ξύλο. Πλακωνόμασταν. Ούρλιαζα-ούρλιαζαν, ούρλιαζα-ούρλιαζαν. Απορούσα! Γιατί κάνω αυτή την τσιρίδα και δεν μπορώ να κατεβάσω τη φωνή μου όταν φωνάζω. Ε, ήταν δύσκολα. Αλλά δεν ήταν κάποιος που να τον φοβήθηκα -γιατί αυτό με σταματάει. Είχαμε κόντρες, αλλά δεν έγινε κάτι κακό.

Και μετά;

Μετά έρχεται η μαυρίλα! Δεν έβρισκα τίποτα. Σκεφτόμουν “Τι θα κάνω, δεν με ξέρει κανείς”. Είχα τότε και μια σχέση με έναν ηθοποιό, και ξαφνικά ήμουν απλώς η κοπέλα του. Κανείς δεν ήξερε ότι είμαι κι εγώ ηθοποιός. Ένιωθα πολύ περίεργα. Δεν είχα συνηθίσει κιόλας να με αντιμετωπίζουν έτσι κι ένιωθα ότι δεν είχα ταυτότητα. Είχα τόσα πράγματα στο κεφάλι μου και κανείς δεν μπορούσε να τα δει. Ήθελα διακαώς να παίξω, αλλά δεν υπήρχε χώρος για μένα. Εκείνη την εποχή δούλευα σε ένα μαγαζί με υφάσματα. Είχα πάει σε μια οντισιόν του Αβρανά, όπου εκείνος μου είπε: “Εσύ είσαι κοντή, γιατί ήρθες;” Τον βρίζω και φεύγω! Περνάω μπροστά από τον Βυσσινόκηπο κι ήταν ο Περικλής Μουστάκης στην καρέκλα του, με βλέπει και με χαιρετάει. Του λέω ότι πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερα μαθήματα! Μου είπε πως δεν κάνει μαθήματα, αλλά τον παρακάλεσα. Πείθεται μετά από μιας εβδομάδας πολιορκία, και ξεκινήσαμε. Με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί είχα χρόνια να παίξω στα ελληνικά. Ήταν πιο εύκολο για μένα να παίζω στα αγγλικά. Είναι κάπως απενοχοποιημένα, ενώ τα ελληνικά έχουν ρίζες, έχουν βάρος -χρειαζόμουν κάτι σαν τη μέθοδο του Περικλή για να τα βγάλω πέρα. Μαζί του άρχισα να βρίσκω πάλι το εσωτερικό μου, τα πατήματά μου. Είχα έναν διάλογο με κάποιον που νιώθω πως μπορώ να τον καταλάβω και να με καταλάβει, που είναι από τον πλανήτη μου. Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, που έπαιζε και στo Animals, είχε κι εκείνος την ίδια ανάγκη, κι είπαμε να κάνουμε κάτι για δύο. Βρήκαμε το Δημήτρη Μπογδάνο να σκηνοθετήσει, και μας πρότεινε το Ορφέας και Ευρυδίκη.

Ήταν μια ωραία δουλειά. Και μεταξύ σας λειτουργήσατε πολύ καλά.

Ήταν δύσκολη δουλειά. Ήταν δύσκολα τα κείμενα. Αλλά ήταν ωραία. Κι αν συνέκρινες την πρώτη παράσταση με την τελευταία, δεν είχαν καμία σχέση. Κάθε μέρα το δουλεύαμε. Κλαίγαμε μετά με το Μάρκο αν νιώθαμε ότι παίξαμε χάλια, πηγαίναμε και πίναμε… Ή κρυβόμασταν μετά την παράσταση να μη μας χαιρετήσουν οι θεατές… Το περάσαμε όλο αυτό μέχρι να πούμε ότι μπορούμε να το κάνουμε καλά, κι ήταν πολύτιμο μάθημα. 

Να μιλήσουμε για Το Μωρό της Ρόζμαρι. Πόσο άλλαξε από όταν το πρωτοπαρουσιάσατε;

Δεν έχει αλλάξει πολύ, μόνο μικρά πράγματα. Τώρα είχα και τα γυρίσματα, οπότε είπαμε να το πιάσουμε από εκεί που ήταν πέρυσι. Αυτό που θέλαμε ήταν να πάει πιο βαθιά. Δεν ξέρω αν το καταφέραμε. Μπορεί. Αλλά έχει σημασία που γυρίστηκε στο σπίτι μου, γιατί εκεί γεννήθηκε. Εκεί έγιναν οι πρόβες, είναι το σπίτι της Ρόζμαρι. Είναι σημαντικός ο χώρος.

Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που έπιασες τις απίστευτες μεταπτώσεις της Ρόζμαρι. Οι οποίες μπορεί να οφείλονται στην εγκυμοσύνη της, αλλά και σε άλλους λόγους. Όλη η παράσταση λειτουργεί μέσα από τη ματιά της.

Νιώθω ότι η Ρόζμαρι είναι πάρα πολύ ευάλωτη κι ευαίσθητη. Εκεί οφείλονται αυτές οι μεταπτώσεις. Είναι σαν ένα μωράκι, ενώ φέρει η ίδια ένα μωρό. Έχει μια γαλήνη αλλά και κάτι σοφό μέσα της. Δεν έχει όμως φίλτρα, με αποτέλεσμα να αντιδρά με όλο της το είναι σε αυτά που της συμβαίνουν -είτε τα προκαλεί το μυαλό της, είτε είναι όντως μπροστά της. Τη φαντάζομαι σαν ένα δείκτη που είναι συνέχεια στο 100%. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι στο κόκκινο, είναι σε όλα τα χρώματα, μεταβάλλεται πάρα πολύ εύκολα. Δεν έχει άμυνες. Έχει μέσα της πολλή αγάπη, πολλή ελπίδα, και θεωρεί ότι όλοι θέλουν το καλό της. Αλλά στο τέλος τραυματίζεται, μολύνεται κι αυτή.

Όταν δουλεύει κανείς πάνω σε κάτι που η κινηματογραφική του εκδοχή είναι μυθική, πώς καταφέρνει να αποτινάξει τις εικόνες της ταινίας από το μυαλό του θεατή;

Δεν ξέρω. Δεν ήταν στο μυαλό μου αυτό, δεν το σκέφτομαι έτσι. Είδα την ταινία μερικές φορές, και με αυτή ως βάση δημιουργήθηκε κάτι καινούργιο. Πήραμε ό,τι είχε να μας περάσει. Επικράτησαν τα δικά μας φίλτρα, που ως πιο οικεία, είναι πιο ισχυρά. Έτσι κι αλλιώς, πάνω σε ό,τι και να δουλεύεις, υπάρχουν αναφορές που σε βοηθάνε. Η ταινία δεν είναι το κέντρο μας πια.

Δουλέψατε με αυτοσχεδιασμούς;

Ναι. Νιώθω ότι εγώ βοήθησα στη γέννηση, κι ο Μάρκος της έδωσε πνοή. Ο Μάρκος δεν είχε ξανασκηνοθετήσει, αλλά μπήκε την πρώτη μέρα στην πρόβα και έδωσε αυτό που έλειπε. Μας έβγαλε ποιότητες πιο βαθιές, μας απελευθέρωσε με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Μας έδινε μια παύση, υπήρχε ένας κενός χρόνος και ξαφνικά άρχιζε να λειτουργεί το ασυνείδητο. Αρχίσαμε να παίζουμε σε άλλους ρυθμούς. 

Χρησιμοποίησες τη λέξη “ασυνείδητο”. Θεωρώ ότι αυτό λειτούργησε πολύ σε όλους τους ρόλους. Κι ίσως είναι το ισχυρό σημείο της παράστασης.

Ναι. Μπήκαμε όλοι σε μία διάσταση, με άλλους κανόνες. Από κει και πέρα δεν είχε σημασία: ήταν η σωστή αίσθηση για μας. Τους ξέραμε όλοι αυτούς τους κανόνες και συνεννοούμασταν. Μετά πήγε μόνο του. Δεν ξέρω πώς να το αναλύσω αλλά μπήκαμε κάπου αλλού στην πρόβα μέσω αυτής της διαδικασίας. Αν η λέξη είναι “ασυνείδητο”, ας είναι αυτό. 

Το ρόλο πώς τον προσέγγισες; 

Συνδέομαι με τη Ρόζμαρι, πάρα πολύ. Νιώθω ότι όλοι ζούμε σε μια ανάλογη κατάσταση. Όλοι έχουμε αυτό το σκοτάδι, τους εφιάλτες, τα φαντάσματα… Και είναι πολύ δύσκολο να τα αγγίξεις και να μιλήσεις γι αυτά. Αλλά όταν κάθε βράδυ πέφτει το σκοτάδι και είσαι μόνος σου στο σπίτι, δεν είναι τα πράγματα όπως τα ξέρουμε. Υπάρχει και μια άλλη διάσταση που όσο είμαστε στον πολιτισμό την αφήνουμε λίγο πίσω μας -αλλά υπάρχει. Κι όλα αυτά τα παραμύθια για το τι συμβαίνει μετά τις 12, που τα έχουμε αφήσει πίσω στην παιδική μας ηλικία, δεν νομίζω πως μας εγκαταλείπουν ποτέ. Ο καθένας έχει άλλη σχέση με αυτά, αλλά για μένα είναι ζωντανά. Και νιώθω ότι για όλους είναι. Τα πράγματα δεν είναι μονοδιάστατα, ειδικά το βράδυ. 

Βρίσκεσαι στα γυρίσματα μιας ταινίας. Νομίζω πως σ’ αγαπάει ο φακός. Τα δικά σου ενδιαφέροντα ποια είναι; Πόσο σε τραβάει το σινεμά και πόσο το θέατρο;

Μου αρέσει να τα εναλλάσσω. Όταν έχω το ένα, πάω στο άλλο. Είναι συμπληρωματική σχέση. Για μένα το θέατρο είναι αυτό που κάνω με τον Μάρκο, αυτό που κάνω με τον Περικλή. Όλα τα άλλα δεν με αφορούν. Στο θέατρο είμαι πιο αυστηρή στις επιλογές μου, έχω συγκεκριμένες απαιτήσεις. Το θέατρο είναι μία τέχνη πιο “παραδοσιακή”. Το θεωρώ τη ρίζα του κινηματογράφου. Δεν θα μπορούσα να κάνω κινηματογράφο χωρίς το θέατρο. Ο κινηματογράφος έχει μία άλλη γοητεία. Η σχέση με την κάμερα -που τώρα αρχίζω και τη νιώθω- είναι πολύ γοητευτική, πολύ ερωτική. 

Αυτή την αυστηρότητα των θεατρικών επιλογών σκοπεύεις να την διατηρήσεις; Αν υπάρξουν Σειρήνες από την εμπορική πλευρά του θεάτρου δεν θα ενδώσεις;

Δεν ξέρω. Το πιο πιθανό είναι να πω “ναι” και να το μετανιώσω μετά από την πρώτη εβδομάδα. Όποτε έχω βρεθεί σε επαγγελματικούς χώρους όπου δεν μπορώ να ταιριάξω υποφέρω, δεν αντέχω. Δεν θέλω να το κάνω αυτό στον εαυτό μου, δεν υπάρχει λόγος. Ούτε η τηλεόραση αντέχεται . Όταν ήμουν 18 χρονών είχα κάνει ένα σήριαλ και για να απελευθερωθώ από αυτό, τους είπα ότι φεύγω στην Κόστα Ρίκα! Σε πολλούς συμβαίνει να πέφτουν οι άμυνες μεγαλώνοντας, δεν ξέρω αν θα μου συμβεί αυτό. Το φοβάμαι. Λάθη μπορεί να κάνω. Γενικά θεωρώ πως το να είμαι κλειστή σε προτάσεις υπήρξε και καλό και κακό μου στοιχείο. Νομίζω ότι δεν με βοήθησε να ξεκινήσω, αλλά δεν πειράζει.

Υπάρχουν πράγματα που έχεις στο μυαλό σου ότι θέλεις να κάνεις;

Θα ήθελα να παίξω πιο πολλούς αντρικούς ρόλους.Θα ήθελα να παίξω όλους τους άντρες του Τσέχωφ. Θυμάμαι πως μου άρεσε να φαντάζομαι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές του Τσέχωφ είναι το ίδιο άτομο σε άλλη ηλικία. Ο Πλατόνοφ, ο Τρέπλιεφ, ο Βάνιας, έχουν πολλά κοινά και αυτό με εξιτάρει. Να κάνω μια 8ωρη παράσταση με όλα τα έργα μαζί και να παίζω. Αυτό θα ήταν τέλειο! Νιώθω ότι αυτό θέλω. Να έχω ιδέες και να βρίσκω τα κατάλληλα άτομα για να τις πραγματοποιώ. Και αυτό γίνεται ως τώρα. 

Ρόζμαρι, Κείμενο: Αντρέ Παπακώστα. Σκηνοθεσία: Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης. Βοηθός σκηνοθέτη & κίνηση: Υβόννη Τζάθα. Σκηνικό & κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου. Μουσική: Κάρολος Μπεράχας (ο ίδιος παίζει πιάνο/κιθάρα και ο Δημήτρης Πρόκος κλαρινέτο). Φωτισμοί: Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, Αλέγια Παπαγεωργίου. Κάμερα: Γιώργος Αθανασίου. Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιάννης Δενδρινός, Αλέξιος Διαμαντής, Κατερίνα Μαούτσου, Φραγκίσκη Μουστάκη, Κώστας Νικούλι, Ευθαλία Παπακώστα
Η «Ρόζμαρι» θα παρουσιαστεί σε τρεις μόνο διαδικτυακές προβολές με δυνατότητα παρακολούθησης της παράστασης online οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο τριήμερο 5, 6 και 7 Μαρτίου 2021 και για διάστημα 4 ωρών από την έναρξη της προβολής. Εισιτήριο: 8 ευρώ.

Μια συνεπτυγμένη εκδοχή αυτής της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών σις 21.2.2021.