Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

Ξεκίνησαν αυθόρμητα και ξαφνικά. Πήραν επιβλητικές διαστάσεις σε χρόνο μηδέν: 22000 εργαζόμενοι στο χώρο των τεχνών συσπειρώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες κάτω από την κραυγή  Support Art Workers. Κατόρθωσαν να θορυβήσουν επαρκώς την πολιτική ηγεσία ώστε να την κάνουν να ασχοληθεί με τα προβλήματα ενός κλάδου που παρέμενε αγνοημένος και αφανής. Τέσσερις από την οργανωτική ομάδα της κίνησης, μας έδωσαν τη χαρά να μιλήσουν στο artivist: ο έχων την αρχική έμπνευση Γιώργος Βουρδαμής, η Βαλέρια Δημητριάδου, ο Γιάννης Παναγόπουλος κι η Άρτεμις Φλέσσα. Έχουν πολλά κοινά: Όλοι τους καταξιωμένοι στο χώρο τους, χωρίς γενικότερη, «τηλεοπτική» αναγνωρισιμότητα. Σχετικά κοντά στην ηλικία, εκπρόσωποι μιας γενιάς με γνώσεις, καλλιέργεια, επίπεδο, ήθος, ευαισθησία και πολιτική σκέψη. Μιας γενιάς που θα έκανε τον πολιτισμό της χώρας λαμπερό, «ανταγωνιστικό» και «εξαγώγιμο» – αν της δινόταν έστω και μισή ευκαιρία. Μόνο που ζουν και εργάζονται μέσα σε συνθήκες γνωστές σε όλους εμάς που ασχολούμαστε με τον πολιτισμό, κι ίσως όχι και τόσο στο κοινό. Βρεθήκαμε στην Ομόνοια – ο συμβολισμός μάς φάνηκε ενδιαφέρων – και καθίσαμε στο παρκάκι απέναντι από το Ρεξ. Μίλησαν για τα πάντα, και δείχνουν πως οι Support Art Workers ήρθαν για να μείνουν. Νιώθω υπερήφανος για την εμπιστοσύνη τους. Μη σας πτοήσει η έκταση του γραπτού: περιέχει πληροφορίες σημαντικές και πολύτιμες για όποιον ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό στην Ελλάδα το 2020.

Πώς ξεκίνησε το Support Art Workers; Γ.Β. Διαβάζω την συνέντευξη της Κατερίνας Φώτη, είμαι στο σπίτι και λέω: Να κάνουμε επανάσταση; Κι έκανα ένα γκρουπ στο faxebook. Κάλεσα πενήντα; Εκατό; Εκατόν πενήντα μάξιμουμ! Κι ενώ το ονόμασα Κίνηση Καλλιτεχνών ή κάτι τέτοιο, από αυτούς τους εκατόν πενήντα, συσπείρωσε η επανάσταση φαίνεται, και μέσα σε τρεις μέρες είχαμε 7000 άτομα. Ήμουν διαχειριστής του γκρουπ, αλλά ήδη από τη δεύτερη μέρα το μεσημέρι σκέφτηκα: Αυτό με καταπίνει, δεν γίνεται να το διαχειριστώ μόνος μου! Κι επειδή έτυχε να πρέπει να φύγω για μια δουλειά, πολύ γρήγορα κάλεσα άλλους 29 ανθρώπους να κάνουμε ομάδα οργάνωση της επανάστασης. Έτσι έγιναν οι Support Art Workers…

Μεταξύ αστείου και σοβαρού: Εμένα μου αρέσει η λέξη επανάσταση. Σε τι εξελίχτηκε; Σήμερα τι είναι; Β.Δ.  Νομίζω ότι ξεκίνησε με τρομερή αισιοδοξία και με μια φόρα απερίγραπτη, που όντως έδειχνε πως πρόκειται για κάτι πολύ μεγάλο. Τώρα, δεν είναι ότι έχει χαθεί ακριβώς αυτή η αίσθηση, σίγουρα όμως πρόκειται για κάτι πιο γειωμένο και ώριμο. Δεν έχει ακριβώς το “Πάμε βουρ!”, γιατί καταλαβαίνουμε ότι δεν φτάνει απλώς να πεις “Πάμε!”. Χρειάζεται μια μεθοδικότητα τρομερή, χρόνο, πάρα πολύ διάλογο. Είναι πολλές οι παράμετροι, κι όλα αυτά που πρέπει να σκεφτούμε, να συνδιαλλαγούμε, να οργανώσουμε. Οπότε τώρα – και δεν το λέω αρνητικά – είναι σαν να έχει μετατραπεί σε δουλειά μας. Αφιερώνουμε πάρα πολλές ώρες από τη μέρα μας  σ’ αυτό, όλα τα παιδιά. Ο σκοπός είναι ο ίδιος, απλώς δεν είναι όπως μπορεί να το φαντάζεται κάποιος. Ακούγοντας τη λέξη “επανάσταση”, μπορεί να φαντάζεται πως είναι μόνο το να βγαίνει κόσμος στο δρόμο, ή να γίνονται δράσεις.  Αλλά τον 21ο αιώνα δεν είναι πλέον μόνο αυτό.

Γ.Π. Έχει χαρακτηριστικά πρωτοβουλίας, δικτύου, χαρακτηριστικά μιας πλατφόρμας – έτσι ξεκίνησε από το facebook – όπου συλλέγουμε πληροφορίες και να συντάξουμε όλα αυτά τα κείμενα που δημιουργούμε. Έτσι κερδίσαμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, αυτών των 22.000, που στην αρχή μπορεί να είχαν τις αμφιβολίες τους. Πολύ συχνά ακούστηκε ότι κινούμαστε έχοντας κόμματα πίσω μας. Δεν είναι αλήθεια. Μπορεί κάποιοι από μας να έχουμε σαφή πολιτική σκέψη και τοποθέτηση, αλλά δεν λειτουργούμε με κομματική ταυτότητα.

Γ. Β. Εγώ ανήκω στους πιο παρορμητικούς, που κάνουν πάντα βλακείες και τα διαλύουν όλα. Όμως αυτό που έχει δημιουργηθεί είναι αυτό που λέει η Βαλέρια: Έχουμε αρχίσει να οργανώνουμε την επανάσταση, αλλά κι αυτό που είπε ο Γιάννης: το δίκτυο και η ζύμωση του δικτύου, στο επίπεδο μιας νέας συλλογικότητας του καλλιτεχνικού χώρου. Συλλογικότητα που, σε τόσο μεγάλη έκταση, είχαμε 100 χρόνια να δούμε σε αυτό το χώρο. Έχουμε κάνει δύο ανοιχτές δράσεις, τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και αυτή στο Υπουργείο Πολιτισμού και την πορεία που ακολούθησε. Και μόνο τα πηγαδάκια, η κουβέντα που άνοιξε στον καλλιτεχνικό χώρο, οι συναντήσεις μεταξύ μας, είναι πολύ σημαντικές, Δεν έρχεται κραυγάζοντας, με μια εκρηκτική δυναμική που μπορεί εγώ να ήθελα, αλλά έρχεται με έναν υπόγειο, σταθερό βηματισμό που μοιάζει να είναι πιο δυνατός.

Γ. Π. Κι εμπλέκεται και με άλλα ζητήματα του καιρού μας. Δίπλα σε μας, ξεκίνησε η  στήριξη στο Group Yorum και τις δράσεις αλληλεγγύης που έγιναν, αλλά και τις κινητοποιήσεις για το περιβάλλον, αρχίζει ο καλλιτεχνικός κλάδος να ευαισθητοποιείται και να τοποθετείται .

Κι από ότι άκουσα σήμερα, το επόμενο τέτοιο ζήτημα είναι η υπόθεση του Βασίλη Δημάκη. Γ.Β. Φυσικά και θα λάβουμε θέση. Γ.Π. Δεν έχουμε ακόμα συζητήσει με τους υπόλοιπους, είναι ακόμα μια πολύ φρέσκια σκέψη. Β.Δ. Σίγουρα κινητοποιείται ήδη κόσμος. Τώρα, το αν θα γίνει και από τους Support Art Workers, δεν το ξέρω.  Και δεν νομίζω κιόλας ότι είναι εκεί το νόημα. Εμείς εμπλεκόμαστε ούτως ή άλλως και ως μονάδες σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Γ.Β. Η συλλογικότητα Support Art Workers λειτουργεί με ισότητα, σε μια οριζόντια δομή, οπότε χρειάζεται μια διαδικασία για να πάρουμε απόφαση ως οργάνωση ότι συμμετέχουμε σε αυτό.

Γνωρίζοντας το χώρο μας και τις παιδικές του ασθένειες, ξέραμε πως θα υπήρχαν κι άνθρωποι που θα έμπαιναν απλώς για να δηλώσουν ότι …αποχωρούν. Είτε γιατί θεωρούν πως η κίνηση καπελώνεται, είτε γιατί ενοχλούνται από την υποστήριξή της από κάποιο πολιτικό χώρο, είτε για όποιον άλλο λόγο. Πώς το διαχειρίζεται αυτό κανείς; Γ.Π. Μέρες τώρα στριφογυρίζει αυτό στο μυαλό μου: Επειδή χρησιμοποιήσαμε τον όρο επανάσταση, και συνήθως η επανάσταση εμπεριέχει τον όρο της εξαίρεσης, εγώ για κάποιο λόγο ευαγγελίζομαι τον όρο της συμπερίληψης σε αυτή την επανάσταση. Έχω περάσει ώρες από τη ζωή μου αυτό τον καιρό να εξηγώ στον καθένα προσωπικά σε μηνύματα, ότι δεν προσπαθεί κανείς να καπελώσει κανέναν. Προσπαθούμε να ανοίξουμε ένα διάλογο. Και χωρίς πίστη του ενός προς τον άλλο αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, και θα είναι πραγματικά λυπηρό. Εγώ τέτοια διάθεση καπελώματος δεν έχω αισθανθεί από κανέναν από όσους συνδιαλεγόμαστε τόσες ώρες όλο αυτό τον καιρό – ούτε καν διάθεση να μην αφουγκραστεί το διπλανό του και την πολιτική του θέση. Υπομονή χρειάζεται, γιατί δεν μπορούν να παίρνονται αποφάσεις κι ο καθένας να σηκώνεται να φεύγει.

Α.Φ.  Εγώ δεν ήμουν στην αρχική ομάδα του Support Art Workers, οπότε έχω λιγότερα να πω. Είμαι από αυτούς που μπήκαν στην πορεία.  Σε ότι αφορά τον κλάδο μου, των σκηνογράφων, έχει ενδιαφέρον ότι με αφορμή αρχικά αυτές τις κινητοποιήσεις μέσω fb  έγινε για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια μια απόπειρα να συζητήσουμε για το εργασιακό μας ζήτημα και για τα προβλήματά μας. Έγιναν δύο μεγάλες, επτάωρες συζητήσεις, που ελπίζουμε πως θα οδηγήσουν στο να επανεκκινηθεί ένα σωματείο που ήταν πια ανενεργό, γιατί αφέθηκε να υπολειτουργεί την τελευταία δεκαετία,  ενώ τώρα υπάρχει μια ομάδα νέων ανθρώπων που άρχισε να μας αφορά να έχουμε σωματειακή εκπροσώπηση – κι αν δεν έχουμε, θα φτιάξουμε ένα σωματείο από την αρχή, μαζί με τους παλαιότερους συναδέλφους. Αυτό είναι το τεράστιο κέρδος από αυτή την κίνηση. Μπήκαμε στη διαδικασία να δούμε αν μπορούμε να δημιουργήσουμε συλλογικότητες , να δούμε τα προβλήματα κάθε υποομάδας, αλλά κι τι μας ενώνει όλους μαζί. Γιατί τελικά καταλήγεις στο συνολικό πρόβλημα του πολιτισμού και του πώς αυτός αντιμετωπίζεται. Και το δεύτερο μεγάλο κέρδος είναι η ζύμωση: γνωριζόμαστε μεταξύ μας, μαθαίνει ο ένας τα ζητήματα του άλλου.  Οι περισσότεροι έχουμε την ανάγκη να βρεθούμε κάπου μαζί, κι όχι να αποχωρήσουμε. Και να τοποθετηθούμε, έξω από τα δικά μας,  και στα θέματα που αντιμετωπίζει μια κοινωνία ολόκληρη.

Προφανώς το θέμα δεν είναι μόνο ο μικρόκοσμός μας ως καλλιτέχνες, αλλά ίσως απλώς στον καλλιτεχνικό χώρο το πρόβλημα να είναι οξύτερο από οπουδήποτε αλλού. Ποια ήταν η αντιμετώπιση του κράτους στο χώρο του πολιτισμού κατά την κρίση του κορωνοΙού, και πόσο άλλαξε με τις κινητοποιήσεις; Γ.Β. Δεν ξέρω αν θα ήμασταν καν στο κάδρο αν δεν είχαμε κάνει αυτή τη μαζική κίνηση. Ξαφνικά βγάλαμε μια κραυγή από το πουθενά. Γ.Π. Με την κραυγή αυτή αποκτήσαμε και ορατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο διάγγελμα του Πρωθυπουργού για το πώς θα βγούμε στην επόμενη μέρα από την κρίση της πανδημίας, υπήρχαν κατά σειρά αναφορές στο πώς επιστρέφουμε στα θρησκευτικά μας καθήκοντα,  στο πώς θα επανέλθει το εκπαιδευτικό σύστημα, κι ήταν δευτερόλεπτα η αναφορά στο πώς θα επανέλθει η καλλιτεχνική διαδικασία. Έχω κρατήσει αυτό το ντοκουμέντο για δική μου χρήση. Αυτή η κραυγή αγωνίας υπήρξε γιατί δεν ήμασταν καν ορατοί, σαν να μην υπάρχει καν πρόβλημα. Σαν να είναι προϊόν πολυτελείας η τέχνη. Γ.Β. Όπως είπε και η κυρία υπουργός μετά από μερικές μέρες, είναι ένα πεδίο που θα αυτορρυθμιστεί. Δεν υπήρχε πρόθεση της κυβέρνησης να κάνει και πολλά πράγματα. Κι όταν η κίνηση πήρε γρήγορα διαστάσεις, δημιουργήθηκε μια διάθεση «Ας τους δώσουμε κάτι να σταματήσει όλο αυτό» – αυτή είναι η προσωπική μου αίσθηση. Τελείως άναρχα όμως και επιφανειακά. Κι όσο συνεχίζαμε εμείς να είμαστε εκεί , αναζήτησαν κάποιες λύσεις. Ακόμα και σήμερα όμως δεν υπάρχει καθαρός σχεδιασμός. Και για τα χρόνια προβλήματα, αλλά και γι αυτά που προκύπτουν από την καραντίνα, που κατά τη γνώμη μου θα συνεχιστεί μέχρι τον καινούριο χρόνο. Ο δικός μας κλάδος αφέθηκε τελείως στην τύχη του. Α.Φ. Κυρίως μέτρα επικοινωνιακού χαρακτήρα ελήφθησαν. Που κι αυτό έχει μια σημασία, γιατί προφανώς οι ασκούντες την εξουσία κατάλαβαν πως η φύση της δουλειάς μας είναι τέτοια που μας δίνει κάποια όπλα επικοινωνιακά, έναν τρόπο να ακουστούμε. Οπότε κι απάντησή τους ήταν επίσης σε επικοινωνιακό επίπεδο.  Όμως ακόμα και το ότι μπήκε ο Πρωθυπουργός στη διαδικασία του να βρεθεί σε μια πρόβα του Εθνικού Θεάτρου για να δείξει ότι ενδιαφέρεται, κάτι σημαίνει. Γ.Π. Έχει να κάνει και με τη δήλωση της υπουργού τις πρώτες μέρες που ανέφερε ο Γιώργος, ότι η αγορά θα αυτορρυθμιστεί. Στη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, ο ίδιος δήλωσε ότι η αγορά αυτή στον ελληνικό χώρο δεν θα ρυθμιστεί, και θα πρέπει να υπάρξει κρατική μέριμνα. Ήδη υπάρχει μια ασυμφωνία…

Β.Δ. Το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει καμία μέριμνα για το μετά. Πέραν του γεγονότος ότι ασχολούνται με ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των καλλιτεχνών, εθελοτυφλώντας πως αυτοί είναι όλοι (κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), δεν έχουν καμία εικόνα για το πότε θα επανέλθει αυτός ο χώρος. Και παρόλο που δεν ξέρουν (που είναι και λογικό) πότε θα ξαναγίνουν παραστάσεις και συναυλίες με τον τρόπο που γίνονταν μέχρι τώρα, δεν προνοούν για όλους αυτούς τους εργαζόμενους που έχουν μείνει μετέωροι. Γ. Π. Μπορεί τώρα να περιγράφεις και μια παθογένεια που έχουμε ως ελληνική κοινωνία. Το να βγαίνουν γενικώς υπουργοί χωρίς να έχουν έρθει σε διάλογο με τους εργαζόμενους στον εκάστοτε κλάδο, και απλά να ανακοινώνουν μέτρα χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει, μοιάζει εξωπραγματικό. Κι από την άλλη, κι εμείς δεν ανοίγουμε διάλογο, και περιμένουμε άνωθεν να λυθεί το πρόβλημα. Α.Φ. Και μέχρι τώρα δεν συμμετείχαμε και στα εργαλεία που είχαμε, δηλαδή στα σωματεία μας. Σε κάποιες  ειδικότητες δεν υπάρχουν καν σωματεία και εκπροσώπηση.  Γ.Β. Πάντως ένας ολόκληρος τομέας της κοινωνίας μας,  αν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι, ο πολιτισμός, που είναι αυτός που είχε τα περισσότερα προ βλήματα μέσα στην καραντίνα,  αλλά και στη μετά την καραντίνα εποχή, είναι αφημένος σε ένα «Θα δούμε». Μοιάζουν να έχουν τελειώσει τα λεφτά που προορίζονταν για τη στήριξη της κοινωνίας. Ήδη σήμερα, αν δεν απατώμαι, ο Πρωθυπουργός απευθύνθηκε στους ιδιώτες λέγοντας πως εμείς ως κυβέρνηση δώσαμε αυτά που μπορούσαμε, τώρα μένει σε σας να επανενεργοποιήσετε την αγορά.  Δηλαδή, ό,τι λεφτά είχαν να δώσουν στον πολιτισμό τα έχουν δώσει: δεν ήταν πολλά, δεν ήταν λίγα, τώρα πρέπει να τον σώσετε εσείς! Κι όλα αυτά σε ένα τοπίο όπου ο πολιτισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει… Το οξύμωρο είναι ότι λέει: Κάντε ό,τι μπορείτε για τον πολιτισμό, μέσα σε μια κατάσταση όπου ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει τίποτα! Με κλειστά θέατρα, χωρίς παραγωγές, χωρίς συναυλίες, χωρίς κοινό! Και με την τήρηση των μέτρων, όσα ανοίξουν, δεν θα βγαίνουν οικονομικά.

Κάποιες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών αποφασίστηκε να γίνουν, με την τήρηση ορισμένων μέτρων. Όμως από αυτά που διάβασα, αυτά τα μέτρα αγγίζουν τα όρια της συν-σκηνοθεσίας. Β.Δ. Αναφέρεσαι προφανώς στην τήρηση των αποστάσεων κλπ. Η αλήθεια είναι πως είναι πολύ οριακό το πώς επεμβαίνει στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κάτι που αφορά την υγεία. Ακόμα κι αν ένας σκηνοθέτης είχε ένα όραμα για μια παράσταση στην Επίδαυρο, το ότι μπαίνουν όροι τόσο ισχυροί, προφανώς και είναι επέμβαση στο αποτέλεσμα. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι στο δικό του χέρι το αν η παράσταση θα γίνει η όχι, γιατί μόνο εκείνος ξέρει αν θα είναι άρτια. Θα είναι αυτό που οραματίστηκε; Ή μας αρκεί απλώς να γίνει μια παράσταση για να γίνει; Προφανώς κι έχει σημασία να πληρωθούν κάποιοι άνθρωποι. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος; Με 40% των θεατών και μια παράσταση με τους ηθοποιούς σε απόσταση μεταξύ τους;

Έχω κι άλλες απορίες: ηθοποιός άνω των 60 ή 65 ετών, ή με κάποιο νόσημα που τον καθιστά ευπαθή, δεν παίζει προφανώς. Κι αν παρουσιαστεί κρούσμα στο θίασο, τι γίνεται με τις παραστάσεις ή την περιοδεία; Όλοι: Όχι, απαγορεύεται. Ήδη είπαν σε ηθοποιούς πως λόγω ηλικίας  δεν θα παίξουν.

Άρα υπάρχει όριο ηλικίας; Γ.Β. Στο νέο καπιταλιστικό σύστημα, μέχρι μια ηλικία δουλεύεις, και μετά πρέπει να τακτοποιηθείς μόνος σου! Με τον τάφο σου, με όσα ήδη έχεις κάνει… Δεν έχει να κάνει με τον Covid 19, είναι πολύ μεγαλύτερο αυτό που δεν πάει καλά εδώ!

Ο Γιώργος Διαλεγμένος, που έχει εδώ και χρόνια φροντίσει τον τάφο του, κάτι ήξερε!

Γ. Π. Και η Αριάν Μνουσκίν σε μια πρόσφατη συνέντευξή της έλεγε κάτι σχετικά, δεν ξέρω αν τη διαβάσατε… Γ.Β. Το θέτω σαν προβληματισμό: Δεν μοιάζει η κυβέρνηση, το κράτος και οι φορείς, τα κλιμάκια των υπουργείων που βοηθούν αυτή τη στιγμή, να νοιάζονται να λύσουν ένα τεράστιο πρόβλημα  που δημιουργείται στον πολιτισμό αυτή τη στιγμή.  Δεν μοιάζει. Κάποιοι δήμοι, κάποιες παρατάξεις προσπαθούν, κουτσά-στραβά, τσάτρα-πάτρα, χωρίς να έχουν ούτε γνώση των καλλιτεχνικών δεδομένων ούτε τίποτε, να βγάλουν ένα σχεδιασμό. Αυτό που ακούγεται από την κυβέρνησης είναι σαν να μην έχουν καν εικόνα του τι σημαίνει πολιτισμός, και σαν να μην ενδιαφέρονται να το λύσουν. Α.Φ. Και δεν είναι μόνο οι περιορισμοί. Για μένα οι περιορισμοί είναι το ένα κομμάτι –  αυτή τη στιγμή, με αυτό που ζούμε που έτσι κι αλλιώς είναι πρωτόγνωρο. Το θέατρο έτσι κι αλλιώς έχει πολλούς περιορισμούς.  Το θέατρο της Επιδαύρου, για παράδειγμα, έχει χιλιάδες: και σκηνογραφικούς, και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία… Αυτό μπορεί να είναι ενδεχομένως και δημιουργικό, να δεις πώς θα φτάσεις σε ένα καλλιτεχνικό για αποτέλεσμα, έχοντας, αντί για πέντε, εκατό περιορισμούς. Το θέμα είναι ότι αυτό γίνεται πρόχειρα . αποφασίζεται να γίνουν τρεις παραστάσεις, για παράδειγμα, στην Επίδαυρο, και καμιά άλλη. Θα μπορούσαν να δοθούν χρήματα για έρευνα. Να χρηματοδοτηθούν πράγματα και να γίνουν, έστω και με αυτούς τους περιορισμούς. Δεν έχει όμως κανείς την αγωνία για το πώς θα υπάρξει ο πολιτισμός. Θα γίνουν οι παραγωγές των δύο κρατικών θεάτρων για να χαρούν κάποιοι και να ηρεμήσουν και οι ταβερνιάρηδες στο Λυγουριό, κι από κει και πέρα όποιος ιδιώτης παραγωγός θέλει να ρισκάρει υπό αυτές τις συνθήκες ελπίζοντας να βγάλει κάποια χρήματα, θα το κάνει. Γ. Β. Κατ’ αρχάς, δεν ξέρουμε τι θα γίνει τον Οκτώβριο. Θα επανέλθει η καραντίνα; Στη Λυρική ήδη πήγαν να κάνουν επανεκκίνηση, και υπήρξε κρούσμα. Αν υπάρξει υποτροπή; Δεν το ξέρει κανείς. Το ζήτημα είναι, πέρα από το πώς θα επιβιώσουμε – που ευτυχώς στον πολιτιστικό χώρο έχουμε αντισώματα, γιατί οι εργασιακές συνθήκες ήταν πάντα αδιανόητες –  ότι με αφορμή την καραντίνα ανοίγει  ένα θέμα για όλους τους καλλιτέχνες: θα συνεχίσουμε να είμαστε φτωχοί συγγενείς που επιβιώνουν όπως μπορούν; Κι η κοινή γνώμη τι εικόνα έχει για μας; Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα του κόσμου που ξέρει αυτόν που παίζει στην τηλεόραση, που βγάζει λεφτά και είναι γνωστός, κι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας που κανείς δεν έχει προσπαθήσει να του εμφυσήσει το πολιτιστικό μικρόβιο. Ούτε στο σχολείο, ούτε στη μετέπειτα ζωή του. Από την άλλη, οι σχολές και τα πτυχία μας είναι υποβαθμισμένα, οι εικαστικοί ψωμολυσσάνε, κι επιμένουμε να βρισκόμαστε σε ένα θεατρικό χώρο όπου μπορούμε να ζήσουμε μόνο αν έχουμε από κάπου αλλού κάποιο εισόδημα. Αυτές είναι αλήθειες που μεταξύ μας όλοι τις ξέρουμε.

Γ.Π. Διαφορετικά χρειάζεται να κάνεις πάρα πολλές δουλειές, και να εξαντλείσαι. Κι εγώ δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει το δικό μου καύσιμο τα επόμενα χρόνια, γιατί βιοπορίζομαι καθαρά από το επάγγελμά μου. Κι είμαι κι από τους τυχερούς, κατά κάποιον τρόπο, αλλά δουλεύω τα τελευταία δέκα χρόνια ασταμάτητα σε τρεις-τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα, ώστε αυτό να παραμένει βιώσιμο και να διατηρώ και κάπως την ηθική μου.

Μιας και μιλήσαμε περί προχειρότητας, πείτε μου κάτι και για το Μητρώο Καλλιτεχνών.  (Γέλια από όλους). Β.Δ. Τι να πρωτοπεί κανείς; Α.Φ. Υποτίθεται πως είμαστε μια σύγχρονη χώρα… Β.Δ. Ευτυχώς προηγήθηκε το Σκόιλ Ελικίκου κι ήμασταν ήδη προετοιμασμένοι για τα χειρότερα! Α.Φ. Ο σύγχρονος πολιτισμός που παράγεται προφανώς δεν αποτελεί καν κομμάτι της ταυτότητάς μας. Βλέπουμε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να επενδύουν στον πολιτισμό και να χτίζουν μια πολιτιστική ταυτότητα, πρόκειται για μέρος του ποιοι είναι. Γ.Β. Είναι φανερό πως εδώ ούτε η παιδεία, ούτε η επιστήμη, ούτε ο πολιτισμός υποστηρίζεται . Είναι στοχευμένη η μη στήριξη τους. Β.Δ. Είναι μέρος του μνημονιακού τοπίου αυτό ούτως ή άλλως. Στα μνημόνια, ο πολιτισμός ήταν η μικρότερη επένδυση  στον προϋπολογισμό. Γ.Π. Ένα μητρώο μπορεί να μας έβγαζε από πάρα πολλά προβλήματα. Στο Βερολίνο, οι άνθρωποι που ήταν εγγεγραμμένοι σε μητρώα, πήραν τα επιδόματα μέσα σε δύο μέρες. Α.Φ. Αλλά το Βερολίνο είναι ακριβώς αυτό το παράδειγμα: έχει οικοδομήσει την ύπαρξή του βασιζόμενο στο σύγχρονο πολιτισμό. Γ.Π. Ακριβώς. Ακόμα κι ένα κλαμπ εκεί είναι κομμάτι του πολιτισμού τους. Κι εδώ μιλάμε με όρους του 1950, όπως είναι ο ιμπρεσάριος κι ο εφαρμοστής περουκών. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει ασχοληθεί κανένας με το θέμα. Δεν έχει γίνει ο παραμικρός διάλογος με τους ανθρώπους που ζουν, εργάζονται και είναι τώρα ενεργοί στο σύγχρονο πολιτισμό. Α.Φ. Μα το Υπουργείο Πολιτισμού μας είναι μια διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων και όσων πραγμάτων μπορούν να αποτελέσουν τουριστικά αξιοθέατα. Και διανέμει και λίγα χρήματα στο σύγχρονο πολιτισμό επειδή πρέπει. Β.Δ. Στην πραγματικότητα, αυτό που έλεγε ο Γιώργος για την άγνοια του κόσμου για το τι σημαίνει να δουλεύεις στο χώρο της τέχνης, με το Μητρώο Καλλιτεχνών επαληθεύεται κι από το ίδιο το Υπουργείο: υπάρχει πλήρης άγνοια. Δεν ξέρουν ούτε τις ειδικότητες του χώρου. Είναι πασιφανές. Κι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, αφού πήγε στην πρόβα του Εθνικού, είπε: Α! Τώρα καταλαβαίνω τις δυσκολίες του επαγγέλματός σας! Και λέω ΟΚ, ΤΩΡΑ το κατάλαβε; Πάλι καλά! Γ.Β. Μετά από τρεις μήνες κλεισίματος, αφού ξεσηκωθήκαμε, θυμήθηκαν ότι υπάρχουμε. ΟΚ, είμαστε ένα πολύ μικρό κομμάτι, αλλά είμαστε ο πολιτισμός της Ελλάδας. Α.Φ.  Είμαστε μέσα σε αυτή την κατάσταση, και το βασικό μας μέλημα είναι ο τουρισμός. Κι αυτό συμβαίνει γιατί μόνο από αυτόν ζει και κινείται η οικονομία της χώρας. Είμαστε, κι επενδύονται πολλά χρήματα για να γίνουμε ακόμα περισσότερο, ένα τουριστικό πάρκο. Δεν υπάρχει βιομηχανία, δεν παράγουμε τίποτα, απλά δεχόμαστε τουρίστες και τους διασκεδάζουμε. Γ.Π. Γι αυτό κι έχουμε μείνει κολλημένοι σε ένα ένδοξο παρελθόν, στους αρχαιολογικούς χώρους. Ζορμπάς, τζατζίκι, ελληνική σαλάτα, mousakas… Ενώ δεν μπορεί να είμαστε μόνο αυτό. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία αυτά για να πάμε παρακάτω. Δεν μπορεί να εξαγγέλλουμε μόνο παραστάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και να μην αφουγκραζόμαστε ότι υπάρχουν ενεργές ατομικότητες και συλλογικότητες που μπορούν να εκφράσουν το σύγχρονο πολιτισμό. Δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους αποικιοκρατικούς σαν να είμαστε μια υπανάπτυκτη χώρα.

Ο μακαρίτης Ηλίας Πετρόπουλος είχε πει κάποτε – τα δικά του λόγια ακριβώς επαναλαμβάνω – πως οι μόνες προοπτικές του έλληνα θα είναι να γίνει γκαρσόνι, ή να μαζεύει τις καπότες που θα πετάνε οι τουρίστες. Β.Δ. Μάλλον αυτό γίνεται τώρα! Η αντιμετώπιση του τουρισμού μοιάζει με ανέκδοτο! Βάζουμε στο θέατρο όλους αυτούς τους περιορισμούς της απόστασης και της προσέλευσης του κοινού, αλλά στον τουρισμό δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά! Δεν θα γίνονται καν θερμομετρήσεις στους τουρίστες, μόνο δειγματοληπτικά! Με υπεύθυνη δήλωση θα έρχονται! Ακριβώς επειδή η Ελλάδα βασίζεται οικονομικά στους τουρίστες, εκεί δεν ισχύουν αυτοί οι όροι! Γ.Β. Θα το επαναλάβω γιατί το θεωρώ βασικό: Στις μεσογειακές χώρες έχει επιβληθεί να είναι μόνο τουριστικός προορισμός. Τελεία! Αυτή είναι η ταυτότητά του. Δεν θα έχεις πρωτογενή τομέα, δεν θα έχεις επιστήμη, δεν θα έχεις πολιτισμό, δεν θα έχεις εκπαίδευση. Θα γίνεις ένα τεράστιο ξενοδοχείο.  Αλλιώς φύγε από την ΕΕ, φύγε από τον πλανήτη, πήγαινε λίγο πιο δίπλα. Άσε μας την Ελλάδα που έχει κάποιες αρχαιότητες και πήγαινε όπου αλλού θέλεις! Όλες οι διαφορετικότητες, όλες οι ιδιαιτερότητες κυνηγιούνται στον κόσμο. Δεν μπορούμε να κάνουμε πια ότι δεν ισχύει. Γιατί η δεξιά, ή ο σύγχρονος πολιτισμός, λέει: Ελάτε όλοι μαζί να τα βρούμε, μπορούμε να συμβιώσουμε, να λύσουμε τα προβλήματα, για έναν πράσινο πλανήτη κλπ. Και στην ουσία, οτιδήποτε θέλει να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο, πηγαίνει στη Σιβηρία – κι όχι με τον σταλινικό τρόπο, αλλά με πολύ πιο έξυπνο τρόπο.

Είστε τέσσερις νέοι έλληνες καλλιτέχνες με μια πορεία σε αυτό το χώρο. Θα ήθελα ο καθένας σας να μου πει, υπό αυτές τις συνθήκες, κατά πόσον αισθάνεται σύγχρονος έλληνας καλλιτέχνης, και πώς βλέπει τη θέση του μέσα σε αυτό το τοπίο.  Γ.Β. Εγώ λέω να πάρω τα βουνά. Είναι δυο χρόνια τώρα που παλεύω μέσα μου ότι για να νιώθω εντάξει με τον εαυτό μου, θα πρέπει να μπω στον πρωτογενή τομέα. Εκεί που καταστρέφονται όλα, πρέπει να ξαναβρώ το σπόρο. Με όλο αυτό που συμβαίνει τον τελευταίο μήνα, ενδυναμώνεται μέσα μου ότι υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβεί και στον καλλιτεχνικό τομέα. Είμαι επαγγελματίας. Από αγάπη κι από ανάγκη έχω βρεθεί στην τέχνη. Κι από ανάγκη επιβίωσης συνεχίζω. Όπως είπε κι ο Γιάννης, δουλεύω σαν το σκυλί δέκα χρόνια, έχει πια εξαντληθεί η καλλιτεχνική μου ενέργεια και δημιουργικότητα. Έχω μάθει να ζω από αυτό, οπότε είμαι ένας εργαζόμενος. Ή  θα πρέπει να έχω – που δεν έχω – ένα οικονομικό background και να κάνω την τρέλα μου, ή να μπορέσω, μόνος μου ή μαζί με μια ομάδα, να βρω ένα τρόπο αυτάρκειας και να αρχίζουμε να κάνουμε πράγματα επικίνδυνα, να επαναπροσδιορίζουμε το τι σημαίνει καλλιτέχνης. Δεν νιώθω ερευνητής καλλιτέχνης. Δεν νιώθω δημιουργικός. Οτιδήποτε δεν πληρώνομαι, οτιδήποτε είναι δίπλα από την εργασία μου, είναι δημιουργικότερο από αυτήν την ίδια δυστυχώς Β.Δ. Με αφορμή αυτό που είπε ο Γιώργος… Όπως συμβαίνει τώρα αυτό με τους Support Art Workers. Βλέπεις ότι μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο, ο μοναδικός τρόπος να υπάρξει κανείς είναι μέσα από μια συλλογικότητα, μέσα από την αλληλεγγύη, μέσα από τη σύμπραξη. Εγώ αυτόν τον τρόπο έχω επιλέξει και ως καλλιτέχνης. Το ότι είμαι σε μια ομάδα τόσα χρόνια είναι επιλογή πολιτική. Γιατί έτυχε να σταθώ τυχερή και να είμαι σε διάφορες δουλειές ανεξάρτητα από την ομάδα και να καταφέρνω να βιοπορίζομαι από αυτό, εκεί όμως δεν υπάρχει ουσιαστικό έδαφος για να είσαι δημιουργικός. Δεν υπάρχει έγνοια για έρευνα και εξέλιξη της τέχνης. Είναι σαν να συντηρούμε ένα σύστημα που κάποιοι άλλοι έχουν οριοθετήσει, κι εμείς απλώς αγωνιζόμαστε για το πώς θα βγει το μηνιάτικο, πώς θα πληρώσουμε το ενοίκιο, για το αν θα μας φτάσει αυτή η δουλειά ή πρέπει να κάνουμε άλλες δύο – το οποίο μόνο εγκλωβιστικό είναι. Χάνεις την ουσία. Ξεχνάς το λόγο που κάνεις αυτό το επάγγελμα. Ξεχνάς πώς σου δημιουργήθηκε αυτή η ανάγκη. Και πρέπει διαρκώς να κάνεις κύκλους, και να λες: “Α ναι, γι αυτό ήθελα να κάνω τέχνη. Γιατί ήθελα να ψάξω. Γιατί με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Γιατί ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία. Γιατί θέλω να επικοινωνήσω με κάποιον τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο.” Οπότε προσωπικά, ως καλλιτέχνης της Ελλάδας του σήμερα, έχω επιλέξει να είμαι σε μια ομάδα με ανθρώπους που ξέρω, που εμπιστεύομαι. ‘Άλλες φορές καταφέραμε να βιοποριζόμαστε από αυτό κι άλλες όχι. Μόνο όμως μέσα από την πίστη κατάφερα να συνεχίσω. Έχει να κάνει και με το σθένος που κουβαλάει ο καθένας. Εγώ αν ήμουν τελείως μόνη, νομίζω πως θα απογοητευόμουν πολύ νωρίτερα από το σύστημα αυτό. Είναι πολλές φορές που νιώθω ότι δεν με χωράει. Γιατί βάζει τον ηθοποιό σε μια διαδικασία δικτύωσης για να έχει δουλειά, η οποία δεν με αφορά καθόλου. Θα ‘θελα να μπορώ να υπάρχω μόνο μέσα από τη δουλειά μου, κι όχι μέσα από γνωριμίες. Α.Φ. Από τη μια το καλλιτεχνικό δυναμικό της Ελλάδας αυτή τη στιγμή έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Θεωρώ ότι έχουμε νέους καλλιτέχνες, και στο θέατρο που με αφορά αλλά και σε πολλές άλλες τέχνες, πολύ ταλαντούχους, που μπορούν να κάνουν φοβερά πράγματα, που μπορούν να συνομιλήσουν με τον παγκόσμιο σύγχρονο πολιτισμό. Είμαστε φοβερά σκληραγωγημένοι, κι έχουμε όντως αναπτύξει και αντισώματα, αλλά και μεθόδους να μιλάμε για τα πράγματα και να λύνουμε προβλήματα που πολλές φορές είναι εντυπωσιακοί. Κι είναι πολύ κρίμα ότι δεν έχουμε καμία βοήθεια για να μπορέσουμε το ταλέντο που υπάρχει κι αυτή τη δυναμική να την αναπτύξουμε με τρόπο σωστό, και να μην είμαστε κάποιοι τρελοί που δουλεύουμε 20 ώρες το 24ωρο όχι από έμπνευση, αλλά για τα προς το ζην. Εγώ για να επιβιώσω θα πρέπει να κάνω οκτώ δουλειές το χρόνο. Αυτό για ένα σκηνογράφο σημαίνει ότι δεν κάνεις καμία μελέτη για τίποτα. Πας με τα εργαλεία που ήδη έχεις, και πετάς ιδέες. Ουσιαστικά κάνεις μια διαχείριση, κι αν είσαι τυχερός σε μία ή δύο από αυτές τις δουλειές, κόβοντας από δω κι από κει και χρωστώντας πέντε ενοίκια, βρίσκεις το χρόνο για να είσαι πραγματικά δημιουργικός, να μελετήσεις, να σκεφτείς και να φτιάξεις κάτι ιδιαίτερο. Αλλιώς ουσιαστικά είσαι ένας εργολάβος που βρίσκει μερικές λύσεις για να διακοσμήσει ένα θέαμα κάπως χαριτωμένα. Πάντως υπάρχει εδώ το υλικό να δημιουργήσεις, ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους να το θέσουμε, κάτι το ανταγωνιστικό.  Γ. Β. Υπάρχει πολύς κόσμος που αν μας άκουγε , θα έλεγε: Τι λέτε ρε; Δεν έχω να φάω! Υπάρχει ζήτημα επιβίωσης. Ανεξάρτητα από την καραντίνα. Ξαναέρχεται ο καπιταλισμός στην κουβέντα. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, κι εμείς κι αυτοί, ότι δεν είναι όλοι οι κλάδοι το ίδιο. Ένας οικοδόμος πρέπει να στηριχθεί για να μην είναι γι αυτόν ζήτημα ζωής και θανάτου το αν θα βρει σήμερα μεροκάματο. Για έναν καλλιτέχνη δεν είναι το θέμα στο μεροκάματο. Η επιστήμη ή η τέχνη χρειάζεται έρευνα. Κι η έρευνα χρειάζεται χρόνο. Β.Δ. Και μόνο ο χρόνος προβών που ισχύει πλέον, σε σχέση με 15-20 χρόνια πριν, όχι παραπάνω, είναι ελάχιστος. Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο συρρικνώνεται. Από κει που μας έλεγε ο Δημήτρης Καταλειφός στη σχολή ότι κάνανε εννιά μήνες πρόβα για να βγει μια παράσταση, τώρα οι δυόμιση μήνες είναι πολυτέλεια – και συνήθως χωρίς καν να πληρώνεσαι. Το να πληρώνεσαι για δυόμιση μήνες προβών θα συμβεί μόνο στο Εθνικό, τη Στέγη ή κάποιον άλλο φορέα και το νιώθεις και ως τεράστια πολυτέλεια! Όπως και να ‘χει, το σίγουρο είναι ότι αυτή η συρρίκνωση του χρόνου δεν αφήνει κανένα περιθώριο για έρευνα και εμβάθυνση.

Καλείσαι τρεις φορές το χρόνο να βγάλεις ένα λαγό από το καπέλο σου! Β.Δ. Ακριβώς. Γίνεσαι εκτελεστικό όργανο. Σκοπός, όπως λέγαμε, λόγω του καπιταλισμού, είναι μόνο το αποτέλεσμα, να βγει η παράσταση, τα εισιτήρια, να έρθει ο κόσμος, να διαφημιστεί. Το πώς ο άλλος θα δώσει σε αυτό το πράγμα και θα το εξελίξει, δεν απασχολεί κανέναν. Α.Φ. Να πω και κάτι ως σκηνογράφος. Κι ένας πολιτισμός που πληρώνεται κι έχει τα χρήματα για να κινηθεί, βοηθάει και κινητοποιεί κι άλλους κλάδους. Μοδίστρες, μαγαζιά με κουμπιά, υφασματάδικα, βιοτεχνίες, ξυλουργοί, σιδεράδες… Μικρές επιχειρήσεις της Αθήνας που αυτή τη στιγμή είναι σε πολύ δύσκολη φάση. Προσπαθούν να τους εξαφανίσουν τελείως με αυτό το τουριστικό πλάνο που υπάρχει για το κέντρο. Ουσιαστικά, θέλουν να κλείσουν τα πάντα και να γίνουν καφετέριες.  Όλα αυτά τα μαγαζιά από εδώ που βρισκόμαστε και κάτω, που χαίρονται όταν πάει ένας σκηνογράφος, περιμένουν να βγάλουν κάτι γιατί ουσιαστικά δεν πάει πια κανείς να ψωνίσει από κει. Εμείς συνδιαλεγόμαστε με ένα κομμάτι της αγοράς που κινδυνεύει. Γ.Β. Ερχόμαστε και πάλι στο κομμάτι της μαζικής παραγωγής: είτε είναι πολιτισμός, είτε είναι η αγορά, είτε είναι η ίδια η πόλη. Αντί να υπάρχουν όλα αυτά τα μαγαζάκια στη Βύσσης ή στην Αθηνάς, υπάρχει ένα πολυκατάστημα. Η συσσώρευση του πλούτου και η μαζικότητα της παραγωγής έχει διαλύσει και τον πολιτισμό.

Ο σύγχρονος έλλην καλλιτέχνης Γιάννης Παναγόπουλος τι λέει; Γ. Π. Θα πιαστώ από δύο πράγματα που ανέφεραν η Βαλέρια κι ο Γιώργος, Από τη στιγμή που βγήκα από τη σχολή του Εθνικού, έχω επιλέξει πολύ συγκεκριμένο τρόπο να εργάζομαι. Είναι πολιτική θέση: είναι επιλογή μου να δουλεύω με ομάδες, με ανθρώπους που εμπιστεύομαι, με μια αλληλέγγυα δομή στα πράγματα. Προσπαθώ να δομώ την πραγματικότητά μου με τρόπους τέτοιους που να με βγάλουν ως την επόμενη μέρα. Δημιουργώ κι εγώ με έναν τρόπο οικογένειες, από τη δραματική σχολή που διδάσκω μέχρι και τις ομάδες που δουλεύουμε μαζί. Ο Γιώργος είπε πριν: θέλω να φύγω στα βουνά και να ρίξω το σπόρο. Και με ψυχαναλυτικούς όρους, η ανάγκη της γενιάς μας που είμαστε γύρω στα τριάντα με τριάντα και κάτι, είναι να ρίξουμε το σπόρο για να μας πάει παρακάτω, στις γενιές που θα έρθουν μετά από εμάς.  Παραλάβαμε μια συνθήκη, μια πραγματικότητα από προηγούμενες γενιές – ας με συγχωρέσουν – που είναι αρκετά προβληματική, κι είναι πια ευθύνη μας να λειτουργήσουμε όσο πιο ομαδικά γίνεται για να τα πάμε πιο μπροστά. Είναι μεγάλη μου ανάγκη. Οι μαθητές μου στη σχολή με ρωτάνε με αγωνία: Τι συμβαίνει στο χώρο; Φοβάμαι να τους πω την πραγματικότητα, αν και πρέπει να την ξέρουν. Μακάρι αυτή η  εντός εισαγωγικών επανάσταση να μπορέσει να φτιάξει λίγο τα πράγματα. Γιατί έχουμε τεράστιο χρέος. Επειδή είμαι σε ηλικία που είμαι ακόμα δημιουργικός και έχω δυνάμεις για να ρίξω αυτό το σπόρο. Είτε στα βουνά, είτε εδώ στο αστικό περιβάλλον. 

Εύλογο ερώτημα: Ποιο θα είναι το αύριο του Support Art Workers; Β.Δ. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς ποιο θα είναι. Επειδή συνήθως θέλω να είμαι αισιόδοξη, έχω να πω το εξής. Ό,τι και να γίνει με τα μέτρα, ό,τι και να γίνει με τα αιτήματα που έχουμε θέσει, το σίγουρο είναι πως έχει γίνει μια τεράστια πράξη. Έχουν μαζευτεί και συνδιαλλαγεί τόσοι άνθρωποι από επαγγέλματα που έχει παγιωθεί να θεωρούνται ατομικής φύσεως. Και είναι οξύμωρο. Ειδικά όσον αφορά στο θέατρο. Ενώ είναι φύσει συλλογικό, αφού συνεργάζεσαι με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους και ειδικότητες, έχει παρ’ όλα αυτά καταλήξει να είναι μια ατομική υπόθεση. Τώρα λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που το ατομικό έχει γίνει συλλογικό. Οπότε, ανεξάρτητα από το αν θα πετύχουμε όλα όσα έχουμε ζητήσει, πρόκειται για ένα τεράστιο δώρο – και για τους επόμενους –  το ότι έχει συμβεί αυτό. Κι είμαι σίγουρη πως θα υπάρξει και παραπάνω ζύμωση και διάλογος για όλα αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα σε αυτό το χώρο, ενώ δεν θα έπρεπε. Γιατί οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Τώρα υπάρχει ένας χώρος όπου ο καθένας μπορεί να μιλήσει. Τελειώνεις τη σχολή και βγαίνεις σε έναν χώρο, όπου όλα θεωρούνται παγιωμένα, τελειωμένα, με αποτέλεσμα όλοι να κάνουν πίσω και να δέχονται τις παθογένειες αυτού του χώρου απλώς και μόνο για να έχουν δουλειά. Τώρα, όταν επιστρέψουμε στις δουλειές μας και μιλήσουμε με εργοδότες και με παραγωγούς, θα είμαστε όπως πριν δύο χρόνια; Πιστεύω πως όχι. Γιατί ο καθένας μας έχοντας περάσει μέσα από όλο αυτό, κι έχοντας δει πού μας έφτασαν όλες αυτές οι παθογένειες –με το να μην υπάρχει μητρώο, με το να είμαστε ανασφάλιστοι, με τη μαύρη εργασία κλπ- φέρει πλέον μεγάλη ευθύνη για το πώς θα υπάρχει ως ατομικότητα σε σχέση με το συλλογικό, με έγνοια και για τον άλλο: “Όχι, δεν θα δεχτώ αυτή τη δουλειά, και δε θα έπρεπε να τη δεχτεί και κανένας άλλος, για να μην υπάρχει καν η δυνατότητα να προσφέρει κάποιος μια δουλειά με τέτοιους όρους.” Όσο έχουμε δυνάμεις κι όσο υπάρχει κόσμος κοντά μας, αυτός ο αγώνας και το Support Art Workers θα συνεχίζεται. Και είναι μεγάλη μου ανάγκη να γίνει και διάλογος πραγματικός, να μπορούμε να κοιταζόμαστε και να μιλάμε, αν όχι 22.000 όσο περισσότεροι μπορούμε, κι όχι να γράφουμε ένα post ή ένα σχόλιο κάπου. Γ.Π. Είναι στις προτεραιότητες μας να μην κάνουμε μόνο συσκέψεις στο zoom, αλλά να γνωριστούμε, να βρεθούμε από κοντά και να θέτουμε πράγματα σε συζήτηση. Γ.Β. Έχουμε φτιάξει μια πολύ γερή ομάδα – και δεν εννοώ μόνο την οργανωτική και τις άλλες ομάδες  που λειτουργούν, που είναι τουλάχιστον 350 άτομα που δουλεύουμε καθημερινά. Έχουμε ανοίξει ένα χώρο.  Γ.Π. Και όχι, δεν είναι για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας μέσα σε αυτή τη συγκυρία. Ανοίγουν μεσοπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι. Α. Φ. Ο καθένας μας φέρει την ευθύνη όλου του σύγχρονου πολιτισμού. Ακούγεται κάπως, αλλά έτσι είναι. Κάθε φορά που υποτιμάς τη δουλειά σου, επηρεάζεις όλους τους άλλους. Γ.Π. Δεν θα φύγουμε το καλοκαίρι για μπάνια και να γυρίσουμε το Σεπτέμβρη στην κανονικότητά μας. Το έχουμε ήδη χτίσει το να μην πισωγυρίσουμε.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία και τις αναρτήσεις του Support Art Workers στην ομώνυμη σελίδα του στο facebook.