Οι Πέρσες δεν είναι μια σπάνια παρουσιαζόμενη τραγωδία – κάθε άλλο. Τις τελευταίες δεκαετίες, προχείρως, χωρίς επιστάμενη έρευνα, μπορώ να θυμηθώ τρεις εξαιρετικές παραστάσεις: από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο (ίσως η καλύτερη παράσταση τραγωδίας που έχω δει σε κλειστό χώρο), το Λευτέρη Βογιατζή, και πρόσφατα από τον Άρη Μπινιάρη. Δεν συγκαταλέγω την αναβίωση της ιστορικής παράστασης του Καρόλου Κουν (ακριβώς ως αναβίωση), καθώς και την παράσταση του Γκότσεφ με την οποία έχω αρκετά θέματα. Ο λόγος αυτής της αναδρομής δεν είναι η καταγραφή των παλαιοτέρων παραστάσεων, αλλά μια επισήμανση: πως πρέπει να έχει κάποιος σοβαρό λόγο για να παρουσιάσει ακόμη μια φορά τους Πέρσες. Στην περίπτωσή μας, ο λόγος που το αποφάσισε ο Δημήτρης Λιγνάδης ακόμα αναζητείται.

Δεν μπόρεσα να βρω καμιά νέα ματιά πάνω στο έργο. Κανένα απόσπασμα στο οποίο να υπέβοσκε η υπόνοια μιας ερμηνείας που να υπερέβαινε την απλή ανάγνωση. Αντιθέτως, πέραν από το παλαιικό της προσέγγισης, μια σειρά σοβαρών ατοπημάτων με άφησαν με αναπάντητα και επώδυνα ερωτήματα.

Ωραιότατα αισθητικά τα στασίδια που αποτελούσαν σχεδόν το μονο στοιχείο σκηνογραφίας. Ποιο όμως το νόημα της παρουσίας τους; Ένα τόσο σηματοδοτημένο αντικείμενο, δεν τοποθετείται στην ορχήστρα της Επιδαύρου αβασάνιστα. Η μόνη σύνδεση που μπόρεσα να σκεφτώ, είναι πως συνήθως στα στασίδια κάθονται οι ηλικιωμένοι. Μόνο που στην συγκεκριμένη εκδοχή, οι Πέρσες του χορού ούτε ήταν, ούτε και έπαιζαν τους ηλικιωμένους. Αντιθέτως, η ενεργητικότητά τους και οι μάλλον βίαιες πολεμικές χορογραφίες στις οποίες τους οδήγησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος, απομάκρυναν διαρκώς από τη μνήμη μας το χορό που είχε ορίσει ο Αισχύλος. Και θα ρωτήσει κανείς εύλογα: οφείλει ο σκηνοθέτης να ακολουθήσει κατά γράμμα το συγγραφέα; Προφανώς και όχι. Μόνο που δεν μπορεί να είναι κλασικός στη γραμμή και τη βασική του άποψη, και σύγχρονος σε ό, τι τον βολεύει.  Εκείνος ορίζει τον άξονα. Κατόπιν, όμως, οφείλει πια να τον σεβαστεί. Αλλιώς ο θεατής δεν ξέρει πια τι να πιστέψει.

Γιατί ο Δημήτρης Λιγνάδης, αφού αποφάσισε να διατηρήσει κομμάτια του κειμένου στο πρωτότυπο, επέλεξε την ερασμιακή προφορά; Δεν είδε πως αυτό λειτούργησε υπονομευτικά ακόμα και στην παραμικρή κατανόηση του κειμένου;  Πως ούτε και οι  – άξιοι – ηθοποιοί του δεν μπορούσαν να το υπηρετήσουν, πέφτοντας συχνά σε λάθη; Αν αυτό που είχε στο νού του με τα αποσπάσματα στα αρχαία ελληνικά ήταν να υπογραμμίσει κάποιας τάξης γλωσσική συνέχεια, αυτό που έκανε ήταν να καταστήσει μια νεκρή γλώσσα εντελώς ακατανόητη. Δεν θα ήθελα να σκεφτώ πως αυτό έγινε στο βωμό του …παγκοσμίου live streaming. Το γεγονός όμως πως ο γνωστός παιάνας Ίτε παίδες ελλήνων εξαιρέθηκε από τον κανόνα κι ακολούθησε την προφορά στην οποία όλοι είμαστε συνηθισμένοι, με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως η στόχευση δεν ήταν κοινή για όλα τα αποσπάσματα του κειμένου.

Ο Άγγελος του Αργύρη Πανταζάρα, βασανισμένος, καραβοτσακισμένος κι εξουθενωμένος πολεμιστής που γλίτωσε ως εκ θαύματος για να φέρει τα μαύρα μαντάτα, εμφανίστηκε με …άψογη κι ατσαλάκωτη λευκή φορεσιά, του κουτιού! Κατά τ’ άλλα, δεν επέτυχε να αποφύγει τις υπερβολές στις οποίες είναι επιρρεπής τον τελευταίο καιρό. Δεν νομίζω, άλλωστε,  πως βοηθήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση από το σκηνοθέτη του.

Η Λυδία Κονιόρδου ερμήνευσε την Άτοσσα βοηθούμενη από την εμπειρία της, την άψογή άρθρωσή της και …τίποτε άλλο. Σίγουρα όχι από το μαύρο, προερχόμενο από μπαρόκ όπερα, φόρεμα που είχαν την έμπνευση να της φορέσουν. Ούτε από το απόσπασμα που της έδωσαν να άδει με …ερασμιακή προφορά (να τος πάλι ο ελέφαντας στο δωμάτιο), την οποία – δικαιολογημένα – δεν μπορούσε να υπηρετήσει.

Ποιος έπαιξε αυτή την κακόγουστη φάρσα σε έναν καλλιτέχνη του επιπέδου του Νίκου Καραθάνου; Ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να τον ντύσει, ως φάντασμα του Δαρείου, με λευκό ένδυμα που είχε πάνω ζωγραφισμένο …σκελετό; Αν ήταν περισσότερο ορατό το ανοσιούργημα αυτό, θα προκαλούσε τη γενική θυμηδία. Γιατί τέτοιο σαμποτάζ σε έναν ηθοποιό που προσπαθεί να βρει το στίγμα ενός τόσο δύσκολου ρόλου; Όταν δε ύψωσε την, φτυστή τουριστικό σουβενίρ από τα Μοναστηράκι ή την Πλάκα, φωτιζόμενη μινιατούρα του Παρθενώνα – άλλη ατυχέστατη έμπνευση – όλα κατέρρευσαν… Το συγκεκριμένο σκηνικό αντικείμενο, προορισμένο ενδεχομένως να συμβολίσει την ηθική, πολιτισμική και πολιτική ανωτερότητα των ελλήνων, κατέληξε να συμπυκνώνει την πλήρη απουσία αισθητικής, άξονα και άποψης της παράστασης.

Ο θρηνών σε αμανέ Ξέρξης του Αργύρη Ξάφη, μη εντασσόμενος σε κανένα οργανικό σύνολο, απέμεινε μόνος κι αβοήθητος. Πληροφορήθηκα από συνεντεύξεις, πως τα κόκκινα σιρίτια που κρέμονταν από το κοστούμι του ήταν κλωστές από τα κεντημένα στο λευκό του κοστούμι αποσπάσματα του κειμένου. Αυτό πρέπει να συνέβαινε και με το χορό. Εννοείται πως, με την απόσταση της Επιδαύρου, αυτό δεν ήταν ούτε καν αντιληπτό.

Ο χορός, με ασαφή προσανατολισμό και χωρίς συγκεκριμένο χαρακτήρα, δεν μπορούσε να επιτρέψει στα μέλη του πολύ περισσότερα από το να διασωθούν. Κρίμα – περιείχε ηθοποιούς που θα μπορούσαν να λάμψουν, όπως ο Γιάννος Περλέγκας, ο Λαέρτης Μαλκότσης, αλλά και οι νεώτεροι συνάδελφοί τους. Δεν τους δόθηκε καμιά ευκαιρία.

Η μουσική του Γιώργου Πούλιου δεν στερείτο ενδιαφέροντος. Όμως δεν πέτυχε να αποτελέσει ενοποιητικό στοιχείο για την παράσταση – όπως είχε συμβεί προ τριετίας με την έξοχη προσέγγιση του Άρη Μπινιάρη – παραμένοντας αποσπασματική, με δυνατά και αδύναμα σημεία.

Και κάτι τελευταίο: δεν αντέχω πλέον να ακούω ως κριτική την φράση «ακούστηκε ο λόγος». Ο λόγος είναι του Αισχύλου: όποιος θέλει, ανοίγει το βιβλίο και τον διαβάζει, κι αν θέλει να τον ακούσει, τον διαβάζει μεγαλόφωνα, πράγμα που ως γνωστόν βοηθά την κατανόηση. Μια παράσταση, μια σκηνοθεσία, κάνει άλλη δουλειά. Ερμηνεύει. Επανασυστήνει. Διδάσκει. Αν δεν το επιτυγχάνει, το να ακουστεί ο λόγος, από μόνο του, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.

Πολλά τα δεινά που έχουν υποστεί οι θεατές της Επιδαύρου τα τελευταία χρόνια. Οι εν λόγω Πέρσες εντάσσονται σε αυτά. Η ανάταση την οποία ευαγγελιζόταν ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του δεν ήλθε ποτέ. Μόνο κόπωση και αμηχανία μπροστά σε ένα σκηνικό αποτέλεσμα αμήχανο κι ασυντόνιστο.