Η συνθήκη της θεατρικής Αθήνας είναι ένα πολύπλευρο παράδοξο. Από τη μία, η πληθώρα παραστάσεων μάλλον από απελπισία πηγάζει: νεώτεροι ή και παλαιότεροι απόφοιτοι δραματικών σχολών –οι «απόφοιτοι λυκείου»- σχηματίζουν ομάδες ώστε να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε όποιο χώρο μπορέσουν, ενοικιάζοντάς τον με το υστέρημά τους, ελπίζοντας να μπορέσουν να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού, των κριτικών, των γνωστότερων σκηνοθετών και ιδρυμάτων ή της Πειραματικής σκηνής –παλαιότερα οι Αζάς και Τσινικόρης όργωναν αυτές τις σκηνές εις άγραν νέων καλλιτεχνών- κι ελπίζοντας σε μια καλύτερη μοίρα ή μια επιχορήγηση. Από την άλλη, έχοντας μέτρο σύγκρισης με τα δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, δεν γίνεται να μην επισημάνω πως το θέατρο που γίνεται εδώ έχει ζωντάνια, πρωτοτυπία, ενδιαφέρον, πολυμορφία, πάθος –υπάρχουν χώρες όπου οι καλλιτέχνες είναι πολλαπλώς υποστηριζόμενοι και η Τέχνη τους ανέμπνευστη, πληκτική, γεροντολάγνα και στείρα.


Το ζήτημα είναι πως η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των ομάδων ζει και κινείται στους μικρότερους θεατρικούς χώρους, όπου πηγαίνει ένα νεανικότερο κοινό, αλλά σπάνια επισκέπτονται οι «έγκυροι» κριτικοί -να μην ξεκινήσω να αναλύω τι τους καθιστά έγκυρους ή μη, πολύς κόσμος θα πικραθεί- και γενικότερα οι εκπρόσωποι των mainstream MME. Όχι πως θεωρώ πως το κοινό ακολουθεί τυφλά τις απόψεις των τελευταίων, απλώς η ενημέρωση είναι χρήσιμη. Επίσης, αν θεωρήσουμε πως η κριτική βοηθά σε κάτι τους καλλιτέχνες, είναι σε αυτές τις περιπτώσεις: ίσως κάποιες καίριες επισημάνσεις, ένας γόνιμος διάλογος με τη δουλειά τους, να βοηθήσουν μια ήδη αξιόλογη ομάδα να γίνει πιο αποτελεσματική. Πιστεύω πως οι έμπειροι σκηνοθέτες, όσα γράφονται από εμάς τα γνωρίζουν ήδη: δεν πιστεύω πως ο Γιάννης Χουβαρδάς –τυχαίο παράδειγμα- περιμένει από μας να μάθει τι πήγε και τι δεν πήγε καλά σε μια παράστασή του. Εκεί απλώς βοηθάμε το κοινό στην πρόσληψη κάποιων ιδιαίτερων αναφορών -για παράδειγμα- σε κάποια δουλειά του, που απαιτούν μια πιο έμπειρη ματιά για να γίνουν αντιληπτές.


Μια τέτοια ομάδα είναι οι α-silen[θ]io που ήδη από την περασμένη σαιζόν παρουσιάζουν το «Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα. Και μόνο από την επιλογή του έργου διακρίνει κανείς μια αληθινή αναζήτηση: ούτε devised theatre (physical ή όχι), ούτε διασκευή κλασικού μυθιστορήματος, ούτε κάποιο παλιό, ελεύθερο δικαιωμάτων κείμενο: ένα σύγχρονο έργο που επιβαρύνει περαιτέρω τον ήδη πενιχρό προϋπολογισμό μιας τέτοιας παραγωγής. Ήδη η ομάδα δείχνει πως αυτό που κάνει, το εννοεί. Επίσης, η επιλογή είναι τολμηρή και επικίνδυνη: μια πολιτική αλληγορία με ιστορικές αναφορές, υπονοούμενο ιστορικό υπόβαθρο, αλλά και ρίζες στο ίδιο το θέατρο –είναι προφανές πως μήτρα της «Νύχτας των Δολοφόνων» αποτελούν «Οι δούλες» του Ζαν Ζενέ. Τρία αδέλφια εκτελούν ξανά και ξανά την τελετουργική παράσταση του φόνου των γονέων τους. Ο κουβανός Τριάνα πλημμυρίζει το έργο με κλεισίματα του ματιού στην πρόσφατη ιστορία της χώρας του, και πιο συγκεκριμένα στην επανάσταση που ανέτρεψε τον διεφθαρμένο δικτάτορα Μπατίστα, με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο.

Παρόλο που η παράσταση, με ευφυή τρόπο, δίνει στοιχεία που βοηθούν τον κοινό στην κατανόηση του ιστορικού υπόβαθρου –εξαιρετική η επιλογή των κάδρων στον τοίχο- εννοείται πως δεν απαιτούνται σχετικές γνώσεις από τους θεατές: η πλοκή της στέκει απόλυτα ακόμη και για τον μη ειδικό. Απλά έκανα τη σκέψη πως όσο κι αν κάποιοι πολίτες μιας χώρας θα απολάμβαναν το μαγικό σινεμά του Αγγελόπουλου στο «Θίασο», θα έμεναν με την αίσθηση πως κάποιες λεπτομέρειες τους διαφεύγουν λόγω άγνοιας των σχετικών γεγονότων.

Ούτως ή άλλως όμως, το πολιτικό κομμάτι –όπως και στον Ζενέ- παραμένει πανανθρώπινο και όχι τοπικό: οι μυλόπετρες της πατριαρχικής εξουσίας, σε αντιστοιχία και ευθεία συγγένεια με αυτές της καπιταλιστικής, πάντα επιχειρούν να αλέσουν το Καινούριο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μητέρα: ζητούμενο στην οικογένεια και στην κοινωνία, η μη διασάλευση της τάξης, η διαιώνιση των στερεοτύπων, η αποσιώπηση των θηριωδιών που διαπράττουν οι απεχθείς γείτονες –κι όλοι γνωρίζουμε ποιος υπήρξε και παραμένει ο απεχθής γείτονας για την Κούβα. Άλλωστε οι δολοφονίες στο έργο μάλλον περιορίζονται στην τελετή: μόνο στην αρχαία τραγωδία οι μητροκτονίες και πατροκτονίες όντως συντελούνται –μόνο που εκεί οι ήρωες δεν είναι άνθρωποι, αλλά αρχέτυπα. Στη συνήθη περίπτωση, οι επαναστατημένοι νεολαίοι εξεγείρονται εκ του ασφαλούς, «θεατρικά» -εντός ή εκτός εισαγωγικών- πριν ενταχθούν σε όσα τους όρισε η οικογένεια ή στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου σε αναζήτηση του εξιλαστήριου θύματος.

Η τελετή που πραγματοποιείται επί σκηνής –τρομερά καίρια η λέξη «τελετή», όπως και στις «Δούλες» άλλωστε- είναι ισχυρότατη, με κορυφαία τη στιγμή του φόνου: σίγουρα μια από αυτές που θα θυμάμαι από τη φετινή σαιζόν. Οι τρεις ηθοποιοί υποστηρίζουν τους ρόλους τους σαν να εξαρτάται η ζωή τους από αυτό. Ο Γιώργος Δρίβας ανατρέχει στα καθ’ ημάς πρότυπα για να αποδώσει τόσο τον συντετριμμένο κάτω από το βάρος της ανατροφής του γιο, όσο και τον δεσποτικό και ανελέητο macho πατέρα –και επιτυγχάνει. Η Βίκυ Λέκκα με το ξεχωριστό, ασυνήθιστο φυζίκ της δημιουργεί μια ποικιλότροπα βασανισμένη και κακοποιημένη μικρή κόρη που έχει πολλές διαστάσεις. Η Αριάδνη Μιχαηλάρη ως τρίτη αδελφή, αλλά και αυστηρή, υστερική και χειριστική μάνα-αράχνη, ξύνει πληγές που -αλίμονο- πολλοί εξ ημών διαθέτουν. Οι ρόλοι θύματος και θύτη εναλλάσσονται επανειλημμένα στο έργο, με τρόπο που μου έφερε στο νου τον Τόμας Μπέρνχαρντ.

Το τρωτό σημείο της σκηνοθεσίας της Δανάης Κατσαμένη είναι ένα: η διαρκής ένταση, οι συνεχώς υψηλοί τόνοι, που σε κάποιες στιγμές οδηγούν τους ηθοποιούς –ειδικά την Αριάδνη Μιχαηλάρη- σε υπερβολές. Αν υπήρχαν περισσότερες διακυμάνσεις, στιγμές με crescendo και diminuendo, τα ισχυρά σημεία θα έγραφαν πιο έντονα.

Όσα έγραψα παραπάνω, ίσως δεν περιγράφουν μια παράσταση τέλεια, αψεγάδιαστη. Όμως μιλώ για μια παράσταση άψογου ήθους, έντιμη και ερευνητική. Και για μια κατεύθυνση που μου δίνει χαρά όταν βλέπω να την ακολουθούν οι νεώτερες θεατρικές ομάδες. Γιατί σε αυτές βρίσκεται το κύτταρο που θα γεννήσει το θέατρο του Αύριο. Στις αναζητήσεις, τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες τους. Στην εξέλιξή τους με την παρουσία και τη συμπαράστασή μας. Μόνο κέρδος θα έχουμε αν κριτική και κοινό, πολιτεία (λέμε τώρα) και πολιτιστικό ρεπορτάζ, σταθούμε κοντά τους. Η βολική, ασφαλής, γνώριμη –και συχνά πληκτική- βόλτα μας στα κεντρικά και θεσμικά θέατρα, σπανίως έως ποτέ θα μας φέρει σε επαφή με το καινούριο. Σκάβοντας θα βρει κανείς διαμάντια, σε ήθος, συνέπεια αλλά και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όχι κάθε φορά, αλλά συχνότερα από ότι φανταζόμαστε.

«Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα παίζεται στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι) κάθε Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00 ως τις 14 Ιανουαρίου. Σκηνοθεσία: Δανάη Κατσαμένη. Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος. Ερμηνεία: Γιώργος Δρίβας, Βίκυ Λέκκα, Αριάδνη Μιχαηλάρη. Επιμέλεια Κίνησης: Άννα Λιανοπούλου.  Σχεδιασμός Φωτισμών: Μανώλης Μπράτσης. Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: Δημήτρης Ανδρονιάδης. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: Η νύχτα των δολοφόνων | Εισιτήρια online! | More.com