Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλεξοπούλου

Για πολλά χρόνια ακούγονταν γύρω από το όνομά του όλα τα κλισέ που συνοδεύουν έναν επιτυχημένο νέο καλλιτέχνη σε μια χώρα όπου το «νέος σκηνοθέτης» είθισται να συνοδεύει κάποιον τουλάχιστον μέχρι τα σαράντα πέντε του. Επιλέγοντας συνειδητά να μην κανιβαλίσουμε ούτε τις επιτυχίες, ούτε τις αποτυχίες του, συναντηθήκαμε σε μια στιγμή που μοιάζει σωστή: μετά από την καλοκαιρινή επιτυχία του Οιδίποδα, ο Δημήτρης Καραντζάς, έμπειρος πια, κάνει ένα νέο ξεκίνημα σε ένα νέο χώρο, το Προσκήνιο, που φιλοδοξεί να αποτελεί την έδρα του για τα επόμενα χρόνια. Μετά από μια περίοδο εργασιομανίας με ρυθμούς φρενιτώδεις, έχει αποφασίσει να επικεντρωθεί στην εμβάθυνση εις βάρος της υπερπαραγωγής. Ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της Φαίδρας της Τσβετάγιεβα, και είναι εξοργισμένος με τις παλινωδίες που αφορούν τους όρους λειτουργίας των θεάτρων και την έλλειψη κάθε υποστήριξης προς τους ομότεχνούς του. Απολαύστε τον…

Καθυστερήσαμε μέσα στα χρόνια να τα πούμε, θεωρώ ότι υπήρχε λόγος για αυτό. Να υποθέσω έπαψες να είσαι “τρομερό παιδί”, “παιδί θαύμα”… Στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά, “ο μόλις τόσων χρονών”. Έμπαινε για πολλά χρόνια μπροστά η ηλικία, το μετρούσαν επίμονα. Ο 25χρονος, ο 26χρονος, ο 27χρονος…  Αυτό προσωπικά μού δημιουργούσε μόνο αμηχανία. Όλο αυτό είναι ένας χειρισμός των μέσων που γίνεται ερήμην σου. Έτσι λειτουργεί αυτή η χώρα. Το έχω δει και με άλλους καλλιτέχνες που εκτιμώ. Δημοσιεύονται  κριτικές, ρεπορτάζ και γνώμες σε διάφορες εφημερίδες στις οποίες άλλοι άνθρωπου του χώρου απαντούν. Είναι σαν να έχουν ένα διάλογο μεταξύ τους, σαν να μην αναφέρονται στον καλλιτέχνη. Έτσι κατάλαβα ότι είναι ένα σύστημα που δεν με αφορά καθόλου και κάπως ησύχασα. Ξεκινάει με μία ορμή που σε απογειώνει αλλά καταλήγει να γίνεται κανιβαλιστική. Δεν με ενδιέφερε να υποστηρίξω αυτό το παιχνίδι των εντυπώσεων -να κάνω κάτι που θα χαρακτηριστεί θαύμα ή θα είναι ρηξικέλευθο. Η απάντηση είναι απλή: εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι το θέατρο. Ήμουν πολύ νέος, το 2014, όταν συνέβησαν όλα μαζί: ο  Κυκλισμός του Τετραγώνου στη Στέγη, η Κεντρική Σκηνή στο Εθνικό και την ίδια χρονιά το καλοκαίρι η Επίδαυρος και η Αβινιόν.  Όταν ξεκινούσα να κάνω αυτή τη δουλειά δεν θα φανταζόμουν ότι θα καταφέρω ούτε τα μισά. Ήταν πολύ πιο μεγάλα από μένα. Αν είχα να αντιμετωπίσω το άγχος της ταμπέλας του παιδιού -θαύματος και τις απαιτήσεις κάποιων ανθρώπων θα έχανα τη στόχευσή μου σε αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω. 

Εγώ έχω την αίσθηση ότι δεν αφορά και κανέναν άλλον αυτό το μεταξύ μας, όλο αυτό το ενδοοικογενειακό. Είναι μια τρικυμία σε ένα φλιτζάνι με καφέ. Ναι, γιατί στην πραγματικότητα είναι προσωπικές θέσεις. Κάποιος μπορεί να υπερβάλει σε κάτι θετικό, το οποίο θα δώσει πάτημα σε κάποιον για αντίλογο. Θυμάμαι που στο παρελθόν είχε γραφτεί σε κριτική ότι θα έπρεπε να κάτσω να διαβάσω αντί να κάνω το παιδί-θαύμα. Λες και μπορείς να το κάνεις το παιδί-θαύμα ή λες και βγαίνει κανείς και λέει ‘δεν ξέρω αν με είδατε, είμαι το παιδί-θαύμα και ήρθα να με γνωρίσετε΄. Έτυχε να σκηνοθετήσω νωρίς και έπεσε πάνω μου όλος ο συντηρητισμός και τα στερεότυπα. Γιατί σύμφωνα με τη λογική κάποιων, σε περιπτώσεις σαν τη δική μου, ή έχεις βύσμα, ή έχεις οικογένεια από πίσω ή ξεπουλιέσαι. Έχω περάσει από διάφορους χώρους και μπορεί να περάσω και από άλλους τόσους. Αυτό που αναζητούσα πάντα ήταν αν κάτι με ενδιαφέρει να το ψάξω. Όχι να γίνω ο αυλικός κάποιου μαγαζιού. Σε αυτούς τους κύκλους υπάρχει η έννοια της “στρατηγικής” στην καριέρα. Σαν να έχει οριστεί μία ατζέντα επιτυχίας που σχεδόν σου χρεώνουν ότι θες  να την ακολουθήσεις, ανεξάρτητα από τα δικά σου σχέδια. Όταν είσαι νέος ξεκινάς με περιέργεια, σου προκύπτουν πράγματα με τα οποία γλυκαίνεσαι και πας. Μπορεί να καταλήξεις να κάνεις παραπάνω από όσα αντέχεις, ακριβώς γιατί έχεις το κουράγιο και την ενέργεια εκείνη τη στιγμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε εξαντλούν. Μπορεί μετά να νιώσεις ότι το παράκανες. 

Συνέβη αυτό; Ναι. Μετά το 2014 που ήταν μία πολύ γεμάτη χρονιά, υπήρχαν διάφορες προτάσεις κι εγώ συνέχιζα να θέλω να ψάχνω και να δοκιμάζω. Πάντα πάνω σε έργα που με ενδιέφεραν. Πέρυσι έκανα τον Γυάλινο Κόσμο, τους Βρικόλακες, το Ξύπνημα της Άνοιξης και τις Νεφέλες. Τρόμαξα. Σκέφτηκα ότι δεν μπορώ να αντέξω σε αυτούς τους ρυθμούς. Με είχε κουράσει. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό το κάνω για να βγάλω λεφτά- αλλά μάλλον δεν θα ήξερε τι λεφτά παίζουν στο θέατρο. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω με τρεις ή τέσσερις παραστάσεις κάθε χρόνο. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους άρχισε η ιστορία με το Προσκήνιο. Φέτος θα ξεκινήσω με δύο παραστάσεις αλλά ιδανικά του χρόνου θα ήθελα να κάνω μία παράσταση εγώ και μία η Γεωργία Μαυραγάνη. Το θέατρο είναι ο μόνος χώρος που με συντονίζει και με εκτονώνει.  Χρειάζομαι να είμαι συνεχώς στην περιπέτεια μιας σκηνοθεσίας. Φυσικά θα υπάρξουν και αποτυχίες, θα προκύψει να μην σου βγει κάτι που δεν το δούλεψες όπως ήθελες. Θα με ηρεμήσει πολύ το να μπορώ να έχω το χώρο, το χρόνο και τις προϋποθέσεις -αν συνεχίζεται το θέατρο, γιατί τώρα είμαστε σε απαγόρευση.

Έγινε όλος αυτός ο ντόρος γύρω από το όνομά σου. Εγκωμιαστικές κριτικές, συνεντεύξεις, προβολή. Πώς το βιώνει αυτό ένας άνθρωπος σε νεαρή ηλικία; Κάποιες φορές και μια εξόχως θετική κριτική, επειδή δεν είχε στοιχειοθετηθεί με επιχειρήματα, μου φαινόταν λίγο αμήχανη. Σε ένα ναρκισσιστικό κομμάτι μου με ικανοποιούσε. Αλλά το ότι ο άλλος δεν ξέρει γιατί σε εκθειάζει, το βλέπεις. Έχουν υπάρξει, από την άλλη, περιπτώσεις πολύ αρνητικών σχολίων με τα οποία να συμφωνώ κιόλας -όχι απαραίτητα με τη διατύπωση και το λεξιλόγιο. Αν κάποιος σταθεί σε μια πραγματική σου αδυναμία, εκτιμάς  τον λόγο αυτού που γράφει την κριτική. Αν εξετάσει τις δικές σου προθέσεις και όχι τις δικές του προσδοκίες και εντοπίσει γιατί δεν μπόρεσαν να επιτευχθούν, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος που γράφει την κριτική έχει αίσθηση της δημιουργικής διαδικασίας. Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο, δεν το παίρνεις καν ως βέλος εναντίον σου. Σε επίπεδο πιο γενικό, πέραν της κριτικής, πάντα με ενδιέφερε, είτε προσπαθούσε κάποιος να με προσελκύσει, είτε να με υποσκάψει, να καταλάβω ποια είναι η πρόθεσή του. Έχω ακούσει πράγματα για μένα τα οποία με έχουν στεναχωρήσει. Απλώς μετά τις πρώτες στεναχώριες άρχισα να μην δίνω βάση σε σχόλια που μου φαίνονται κακοπροαίρετα και εμπαθή. Κατέληξα να το αντιμετωπίζω με ψυχραιμία. Την περίοδο που γινόντουσαν για μένα τα πιο μεγάλα και σπουδαία πρώτα βήματα αντιμετώπιζα ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα σε προσωπικό επίπεδο. Η ψυχολογία μου ήταν στα Τάρταρα. Εκείνη την εποχή πάλευα να μπορώ να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, να μπορώ να πάω στην πρόβα. Τελικά αυτό μάλλον με βοήθησε γιατί με έβαλε σε μία διαδικασία που με γείωνε. Επίσης, σκεφτόμουν πολύ και το τι σημαίνει “υπέρτατη καταξίωση” σε αυτή τη χώρα. Επειδή ενδεχομένως έγιναν κάποια βήματα στην καριέρα μου πολύ γρήγορα, μού εμφανίστηκε νωρίς η σαθρότητα του συστήματος. Εχει τη σημασία του να γράφουν, να μιλούν για σένα, να σε καλούν να σκηνοθετήσεις σε μεγάλες σκηνές, αλλά ξέρεις ότι αυτό είναι πεπερασμένο. Το πολύ-πολύ να γίνεις διευθυντής ενός θεσμού. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αυτό. Εχω δει καλλιτέχνες που ουσιαστικά η καριέρα τους γίνεται πολιτική, η δουλειά τους γίνεται ήπια και μαλακή και στοχεύει στο να χαϊδεύει. 

Επειδή αυτό θα είναι εφαλτήριο για κάποιες καρέκλες; Ακριβώς. Όλα αυτά είναι δρόμοι. Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε όλες τις πιθανότητες, ξέρεις και το κόστος που έχουν αυτές οι επιλογές. Όταν έχεις καρέκλα σε ένα μεγάλο θέατρο έχεις υποχρέωση να σκέφτεσαι εμπορικά, θα πρέπει να το γεμίζεις. Το Προσκήνιο είναι ένα θέατρο διακοσίων θέσεων. Στο μέλλον ή και παράλληλα, μπορεί να γυρίσω σε μία μεγάλη σκηνή -αλλά τώρα κάνω μία παύση. Αυτό με ησυχάζει και μπορώ να συγκεντρωθώ στους αρχικούς μου προβληματισμούς γύρω από το θέατρο. Μετά από μία διαδρομή καταλήγεις στο τι θέλεις να κάνεις. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεφύγεις, αλλά έχει σημασία με ποια πρόθεση ξεκινάς.  

Φυσικά υπάρχει εξέλιξη με τα χρόνια. Αλλά ποιες ήταν οι αρχικές σου προθέσεις  και τι θες να κάνεις σήμερα; Όταν ήμουν παιδί έβλεπα ένα σίριαλ στην τηλεόραση και είχα ενθουσιαστεί με την πρωταγωνίστρια. Η γιαγιά μου μού είπε ότι παίζει και στο θέατρο. Πήγα και μου άρεσε πάρα πολύ. Το ταύτισα όμως με το τι βλέπω το βράδυ στην τηλεόραση. Και ενώ αυτό με διασκεδάζει, ξαφνικά  βλέπω το Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Μαρμαρινού. Εκείνη τη χρονιά βλέπω το Γλάρο του Μαστοράκη και το Σε σας που με Ακούτε του Βογιατζή. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ο οποίος με αυτό που κάνει αναζητά έναν αφηγηματικό άξονα. Δεν στήνει μία παρατακτική παράθεση πραγμάτων που στοχεύουν στη διευκόλυνση του θεατή. Ένας κόσμος που έχει μία άλλου είδους εσωστρέφεια, μία βαθύτερη σκέψη και προσκαλεί τον θεατή να τον πλησιάσει, χωρίς να του αποκαλύπτεται αμέσως για να τον ικανοποιήσει. Αυτό με συγκινούσε πάρα πολύ. Ξαφνικά εμφανίστηκε κάτι διαφορετικό μπροστά μου. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν εισέπραττα αυτό που έβλεπα εκείνη τη στιγμή ως πραγματικότητα. Στις  πρώτες, πιο τηλεοπτικής λογικής παραστάσεις που είχα δει, ήταν σαν να μην φεύγει ποτέ ένα φίλτρο μπροστά από αυτό που βλέπω, το οποίο είναι εκεί αλλά βασίζεται σε μία εύκολη κατασκευή συναισθημάτων και εντυπώσεων. Ενώ είχε κάτι λαμπερό, με απωθούσε. Αυτό που με άλλαξε ριζικά ήταν όταν είδα ένα σώμα ανθρώπου, σε απόσταση μισού μέτρου από μένα, να μπορεί να με μεταφέρει σε τεράστια τοπία σκέψης. Μου πρωτοσυνέβη στο Ρωμαίο και Ιουλιέτα και στο Γλάρο. Με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχει εδώ ένας κόσμος που σε παρηγορεί, που σε ωθεί να ζήσεις λίγο διαφορετικά. Κάτι το οποίο είναι σημαντικό για μένα είναι ότι έχω ταυτίσει αυτές τις παραστάσεις με τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί σκηνοθέτες που εκτιμώ επιλέγουν να επικεντρώνουν τη δράση τους σε έναν συγκεκριμένο χώρο βάσει της επιθυμίας τους να δημιουργήσουν εκεί έναν πυρήνα. Προσπαθώντας να βρουν πώς θα τον χειριστούν και πώς θα χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία τους, δημιουργείται μία εστία. Σε πιο μεγάλη κλίμακα αρχίζει και διασκορπίζεται το πράγμα, μπαίνει σε λογική θεάματος. Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα. Την πρώτη φορά που είχα πολύ υψηλό μπάτζετ, στον Κυκλισμό του Τετραγώνου, δεν ήθελα ούτε καν το θεατρικό πάτωμα της Στέγης, ήθελα το πάτωμα κάτω από το θεατρικό πάτωμα και κάτι καρέκλες. Είχα τη δυνατότητα να έχω τα πάντα αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να αντιληφθώ τον χώρο αλλιώς. Αργότερα αυτό άλλαξε -χωρίς να σημαίνει ότι ήταν καλύτερο ή χειρότερο. Αφορά το ποια είναι η πρόθεσή σου εκείνη τη στιγμή. Οταν διαχειρίζεσαι ένα μεγάλο ανσάμπλ, αυτό μπορεί να μην είναι ολόκληρο επιλογή σου: αναλόγως του οργανισμού, μπορεί να πρέπει να χρησιμοποιήσεις και κάποιους ηθοποιούς που έχουν συμβόλαιο. Αυτό δεν μπορώ πάντα να το διαχειριστώ, ούτε με ενδιαφέρει απαραίτητα. Αντιθέτως, πάντα με ενδιαφέρει να έχω δίπλα μου ηθοποιούς και συντελεστές που προχωράμε μαζί. Αν δεν ήταν τώρα κοντά μου η Μαρία Πανουργιά για το σκηνικό, η Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια, ο Λευτέρης Παυλόπουλος ή ο Αλέξης Αναστασίου στους φωτισμούς, ο Τάσος Καραχάλιος ή ο Χρήστος Παπαδόπουλος στην κίνηση, η Θεοδώρα Καπράλου που κάνουμε μαζί διασκευές, η Γκέλυ Καλαμπάκα που κάνουμε τα πάντα μαζί, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Δεν πιστεύω στην ιδέα του να θες να δημιουργήσεις το δικό σου trademark, το προσωπικό σου brand name. Πιστεύω στο να θέλεις να συνομιλήσεις καλλιτεχνικά με άλλους ανθρώπους. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους σημερινούς μου συνεργάτες, αλλά και για όσους έχω συνεργαστεί στο παρελθόν. Για παράδειγμα, σε κάθε συνεργασία με την Αλεξία Καλτσίκη, αισθάνομαι πως η βαθιά επικοινωνία που έχουμε δεν χάνεται -όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στις συναντήσεις μας πάντα μου ανοίγεται κάτι καινούργιο. Για κάτι τέτοιους λόγους συνεχίζω. 

Μιλήσαμε πριν για τον Λευτέρη Βογιατζή. Συνέβη και να σκηνοθετήσεις στο χώρο της Κυκλάδων, συνέβη και να δουλέψεις κάποια κείμενα τα οποία είχε ανεβάσει εκείνος. Τέφρα και Σκιά, Με Δύναμη από την Κηφισιά. Πόσο είχε να κάνει αυτή σου η επιλογή με τα κείμενα και πόσο με τον ίδιο; Δεν το έχω λυμένο ακόμα. Για τον Βογιατζή έχω μεγάλο θαυμασμό. Έβλεπα τις παραστάσεις του, από το Μπέλλα Βενέτσια και μετά, τουλάχιστον πέντε φορές. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μπορεί ένας άνθρωπος  να δημιουργεί σε ένα χώρο πέντε επί πέντε σκηνικές συνθήκες εξωπραγματικές. Να σε οδηγεί σε άλματα φαντασίας, να διαπερνάς την πραγματικότητα του χώρου και να μπαίνεις σε μία υπαρξιακή διαδρομή χωρίς καν να καταλάβεις πώς σου συνέβη. Αυτό που καταλάβαινα, και πιστεύω ακόμα, είναι ότι η διαχείριση του λόγου είναι κομβική για αυτή τη διαδρομή. Στη σκηνοθεσία, από τον λόγο δημιουργείς εικόνα. Αν δεν καταλάβω τι διακυβεύεται στα μεσοδιαστήματα των λέξεων, δεν μπορεί να μου δημιουργηθεί η εικόνα. Όταν μου πρότειναν να πάω στον χώρο του Βογιατζή να σκηνοθετήσω ένιωθα ότι έψαχνα κάτι μέσα από αυτό. Σε ένα βαθμό αναζητούσα μία σύνδεση με κάποιον που έχω θαυμάσει τρομερά. Ίσως έτσι να τον καταλάβαινα κάπως καλύτερα. Είχαμε γνωριστεί, είχε έρθει και σε παραστάσεις μου. Μου είχε δώσει το τηλέφωνό του για να βρεθούμε αλλά εγώ, από ντροπή τότε, δεν μπόρεσα να αποφασίσω να τον συναντήσω. Θα μπορούσε να γίνει για μένα οδηγός -και είναι στο μυαλό μου με έναν τρόπο, χωρίς ο ίδιος να κάνει ποτέ κάτι για αυτό.  Ήταν ένας καλλιτεχνικός έρωτας που δεν άντεχα να αντιμετωπίσω. Το Τέφρα και Σκιά είναι από τα αγαπημένα μου έργα. Δεν το είχα δει κιόλας στη δική του σκηνοθεσία.

Να λοιπόν που βρίσκεσαι με έναν χώρο, ο οποίος θα είναι η έδρα σου. Τι σε οδήγησε σε αυτή την απόφαση; Θέλω να δημιουργήσω έναν χώρο που θα τον διαμορφώσω σύμφωνα με αυτό που με ενδιαφέρει να κάνω. Χωρίς να πρέπει να ικανοποιήσω τις εμπορικές απαιτήσεις μιας μεγάλης σκηνής, χωρίς να υπηρετήσω ένα πολύ επιθετικό μάρκετινγκ, χωρίς να μου επιβάλλεται να συνεργαστώ με ανθρώπους που ίσως εκείνη τη στιγμή δεν θα το ήθελα. Θέλω επίσης να δημιουργήσω καλύτερες συνθήκες για τους ηθοποιούς και τους συντελεστές. Η ιδέα είναι να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον που θα έχει κανόνες, μεγαλύτερο σεβασμό στους ανθρώπους που δουλεύουν, περιθώρια και χρόνο για έρευνα. Δεν με ενδιαφέρει ένα γρήγορο αποτέλεσμα χωρίς υπόβαθρο. Ταυτόχρονα, το Προσκήνιο, ξεκινώντας από αυτή την άνοιξή, θα είναι ένας χώρος όπου νέοι καλλιτέχνες θα βρίσκουν βήμα να παρουσιάσουν τις δουλειές τους. Την περίοδο που ξεκίνησα εγώ υπήρχαν ευκαιρίες για τους νέους καλλιτέχνες. Η πρώτη μου παράσταση, όπως και πολλών άλλων, ήταν στις Δοκιμές του θεάτρου Αμόρε. Είμαστε ακόμα στην κατηγορία “νέοι σκηνοθέτες” άνθρωποι που δουλεύουμε στον χώρο δέκα, δεκαπέντε χρόνια. Είχαμε τις ευκαιρίες και το πλαίσιο να μπορέσουμε να δώσουμε ένα δείγμα δουλειάς. Αυτή τη στιγμή, με την πολύ συντηρητική στροφή του θεάτρου στο εύκολο θέαμα, την τηλεοπτική αισθητική, την οριακά μηδενική σκηνοθεσία και την εμπορική στόχευση, τείνει να εκλείψει ο χώρος της έρευνας και της ανάδειξης κάποιων ανθρώπων που μπορεί να σκέφτονται πολύ πιο ριζοσπαστικά από εμάς. Δεν μπορεί η Πειραματική Σκηνή να ζητάει τη Φριντζήλα, τη Μπρούσκου κι εμένα. Πού στοχεύεις; Πώς δημιουργείς μία νέα γενιά; Η πρόθεση είναι να κλείσουμε το σύστημα ή να το ανοίξουμε; Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος πραγματοποίησε ένα Εργαστήριο Σκηνοθεσίας στη Βέροια τον Σεπτέμβρη, και κάλεσε την Ιώ Βουλγαράκη, το Γιάννη Λεοντάρη και εμένα. Μπήκαμε με πολλή ζέση σε αυτό το εργαστήριο. Εκεί συνάντησα νεαρούς καλλιτέχνες που η σκέψη τους με εντυπωσίασε. Μας ενδιαφέρει πολύ το πώς θα υπάρξει συνέχεια, να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά την δυνατότητα να εφαρμόσουν αυτά που έμαθαν. Αντί να γίνει σε ένα φεστιβάλ όπου ο καθένας θα νοικιάζει το χώρο, θα τους δίνεται η δυνατότητα να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο Προσκήνιο. Δεν θα γίνει με ενοικίαση χώρου, θα γίνει ως χειρονομία αυτού του θεάτρου που θέλει να δώσει ένα βήμα σε νέους ανθρώπους. Αυτό με απασχολεί. Είμαι ακόμα νέος, αλλά νομίζω πως υπάρχουν πρωτοεμφανιζόμενοι, οι οποίοι αυτή τη στιγμή έχουν να μας προσφέρουν πολλά. Όλα αυτά γίνονται με τη βοήθεια και την πίστη του παραγωγού μου, Μάριου Τάγαρη -ο οποίος προέρχεται από παλιά και μεγάλη θεατρική οικογένεια. Είναι νεώτερός μου, διαθέτει καλλιτεχνική περιέργεια, πιστεύει σε μένα και είναι διατεθειμένος να υποστηρίξει τις επιλογές μου -το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο.  

Ξεκινάς με τη Φαίδρα της Τσβετάγιεβα. Επρόκειτο να ξεκινήσουμε με μία διασκευή στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Αρχίσαμε να κάνουμε έρευνα με τη Θεοδώρα Καπράλου και κάποια στιγμή πέφτω πάνω στη Φαίδρα της Τσβετάγιεβα. Ξαφνικά δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Εκτιμώ όλη της την πορεία σε επίπεδο θέσεων και πολιτικής, το πόσο ταγμένη ήταν στις ιδέες και στα πιστεύω της -για αυτό άλλωστε είχε τέτοιο τέλος. Όλα αυτά είναι εμφανή μέσα στα ποιήματά της. Ο τρόπος που γράφει αφορά κάτι τόσο προσωπικό που είναι σχεδόν ανέγγιχτο, αλλά ταυτόχρονα σε ελκύει. Σου προτείνει ένα δρόμο τεράστιο, σε βάζει σε μία δίνη. Πότε είναι πολύ εύληπτη, και πότε κάνει κάτι γυρίσματα τόσο προσωπικά που ακόμα και τώρα μένεις έκθαμβος και συγκινημένος από την τόλμη του λόγου της – αν σκεφτεί κανείς ότι έγραψε τη δεκαετία του 1920. Όλα τα ποιήματά της, αλλά και η επιστολογραφία της με διέλυε εδώ και χρόνια. Με συγκινούσε τρομερά. Αυτό που έχει κάνει στην Φαίδρα, είναι να προτείνει σε έναν εντελώς στεγνό και νεκρωμένο κόσμο μία επανάσταση της φύσης, του σώματος. Τώρα βρισκόμαστε έτσι κι αλλιώς σε ένα απόλυτο σιδέρωμα, σε ένα απόλυτο κυνήγι της αποτελεσματικότητας -που είναι η χειρότερή μου λέξη, τη σιχαίνομαι. Είναι σαν η Τσβετάγιεβα να κάνει μία σπουδή πάνω στην ανάγκη του ανθρώπου για παρέκκλιση, για μετάβαση, για ένα άλμα πέραν του λογικού και του ανθρώπινου. Παραλλάσει το μύθο της Φαίδρας εντελώς ελεύθερα και άναρχα. Στην πραγματικότητα ο Ιππόλυτος είναι η ανάμνηση ενός ήρωα: γίνεται πόλος έλξης λόγω της αποκοπής του από τη ζωή, όχι λόγω της συμμετοχής του σε αυτήν. Ο έρωτας γίνεται δρόμος συνάντησης με το θάνατο. Αυτός ξεκινάει με το όνειρο της νεκρής μητέρας του και αμέσως μετά συναντά τη Φαίδρα. Τη Φαίδρα την υποκινεί πλήρως η τροφός, με την οποία έχουν μία τρομερά συγκινητική σχέση. Είναι σαν η τροφός να ωθεί τη Φαίδρα σε πράξη για κάποιο προσωπικό της λόγο. Σαν να είναι δύο φωνές σε ένα σώμα -πολύ συχνά μου θυμίζει την Περσόνα του Μπέργκμαν. Ήδη η Φαίδρα στο πρώτο της παραλήρημα για τον Ιππόλυτο, τον θάνατο βλέπει. Το θέμα του ταμπού ξεπερνιέται πάρα πολύ γρήγορα σε σχέση με τον αρχικό μύθο. Είναι πέραν αυτού. Τα τελευταία λόγια της τροφού πριν την συνάντηση της Φαίδρας με τον Ιππόλυτο είναι: “Σε μυρτιά, σε δάφνη, σε καρυδιά, σε δέντρο γερό, μη διστάσεις να κρεμαστείς”. Το ζήτημα δηλαδή είναι πώς θα κάνεις το απόλυτο άλμα, πώς θα πάμε στη σάρκα, πώς θα φτάσεις στην ένωση. Ακόμα κι αν δεν τα καταφέρεις, το να διεκδικήσεις κάτι τέτοιο αξίζει να είναι το τέλος σου. Ζούμε σε μία εντελώς ανέραστη εποχή και με συγκινεί τρομακτικά το να μιλήσουμε τώρα για μία τόσο μεγάλη επανάσταση του σώματος. Πέραν του ότι έχει καταργηθεί ήδη το σώμα μας με τον Covid, πάμε πια για τον ενταφιασμό του: κυκλοφορούμε σαν ζόμπι με φίμωτρα, που δεν πρέπει να αγγιχτούν. Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι μιλάμε για αυτό.

Μπορεί να είναι κάτι άλλο ο έρωτας εκτός από αυτό που θα σε πάει από το χεράκι μέχρι το θάνατο; Όχι βέβαια. Αυτή ακριβώς είναι η εξομολόγηση της Φαίδρας όταν συναντιούνται: “Δεν μου φτάνει ό,τι αξίζει ο ύπνος αν το πρωί ξυπνήσουμε στο κοινό της μέρας φως. Άλλον ύπνο ονειρεύομαι για μας, ύπνο χωρίς ξύπνημα. Το κρεβάτι είναι ήδη στρωμένο για μας, έτοιμο”. Αρθρώνει: “Στο θάνατο θέλω να σε παρασύρω, γιατί μόνο εκεί θα συναντηθούμε”. Σε ένα Άλλο. Όμως αυτό το Άλλο για την Τσβετάγιεβα έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα από τη ζωή. Τώρα είναι η στιγμή να μιλήσεις για την επανάσταση του σώματος, του ενστίκτου και της φύσης, η οποία υπάρχει μέσα σε όλους μας και την θάβουμε. Για μένα είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία αυτή τη στιγμή που όλα είναι κανόνες, τρόμος και αποκοπές: από τον εαυτό, από το σώμα, από το ένστικτο, από την καύλα και την επιθυμία. Έτσι αρχίζει να γίνεται η ζωή μία αποτελεσματική καθημερινότητα. Χωρίς χρώμα. 

Και φτάνουμε αναπόφευκτα στο ερώτημα. Θα γίνει πρεμιέρα; Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή ιστορικά βρισκόμαστε στην πιο σκοταδιστική περίοδο της Ελλάδας. Δεν νομίζω ότι είχε απαγορευτεί ποτέ το θέατρο. Μα σε αρρώστιες, μα σε πολέμους, μα στη χούντα… Υπήρχε έλεγχος και λογοκρισία αλλά επιτρεπόταν η άσκηση του επαγγέλματος και πάντα υπήρχαν άνθρωποι που γνωρίζοντας τους κινδύνους, αντιστέκονταν. Πρέπει να το καταλάβουμε όλοι ότι αυτή τη στιγμή απαγορεύεται. Βλέπω ανθρώπους του χώρου -πάνω και κάτω από τη σκηνή- οι οποίοι είτε αδιαφορούν, είτε έχουν πειστεί ότι με το να μην ανοίγουμε τα θέατρα, πραγματικά προστατεύουμε την δημόσια υγεία. Είναι ο μοναδικός κλάδος από όλη την εργασία που δεν λειτουργεί. Αν υπήρχε αυτή τη στιγμή μια πολιτική με στόχευση θα ήμουν υπερ. Όμως αυτή η πολιτική έχει αποδείξει ότι δεν προσπαθεί καθόλου. Όσο κι αν κατασκευάζουν σωρηδόν θριάμβους, ο κόσμος είναι απελπισμένος. Δεν αναφέρομαι μόνο στο θεατρικό κόσμο. Ανακοινώνονται μέτρα για την προστασία κατά του Covid που προκαλούν νευρικό γέλιο. Γίνονται συναθροίσεις λογιών λογιών: στα πλοία και στα εστιατόρια, στα λεωφορεία, στα μπαρ. Βγαίνουν κάτι κυρίες που δεν έχουν περπατήσει από τον πρώτο μέχρι το ισόγειο και λένε να πηγαίνουμε στη δουλειά μας με τα πόδια γιατί κάνει καλό. Πού ξέρεις πού είναι η δουλειά μου; Ανήκουν σε μία κατηγορία ανθρώπων που δεν έχουν σχετιστεί ποτέ με την καθημερινότητα του μέσου πολίτη αλλά παρεμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων με τρόπο που τους καταργούν. Αυτό που συμβαίνει τώρα θεωρώ ότι δεν θα μείνει αναπάντητο. Απλά είμαστε ναρκωμένοι, φοβισμένοι και μουδιασμένοι πολύ. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου όλες οι πολιτικές αποφάσεις είναι για γέλια. Δεν μπορεί καμία υπουργός Παιδείας να πει ότι όποιος κάνει κατάληψη θα πάρει απουσία από την τηλεεκπαίδευση -όφειλε να ξέρει ότι είναι αντισυνταγματικό. Πραγματικά μού είναι παντελώς αδιάφορο αν πουν ότι κάνω αντιπολίτευση. Η αγαπημένη μου υπουργός Πολιτισμού βγάζει ανακοινώσεις όπου λέει ότι η αιτία που πολεμάνε οι καλλιτέχνες είναι για να κάνουν αντιπολίτευση. Αυτός ο πολιτικός λόγος καταρχάς προσβάλει την ίδια. Δεν γίνεται να μην καταλαβαίνει, ειδικά για τον τομέα μας, ότι άνθρωποι δεν δουλεύουν από τον Φεβρουάριο και δεν παίρνουν καν επίδομα -γιατί ελάχιστοι έχουν πάρει. Έχει και το θράσος να λέει ότι όποιοι κάνουν σχόλια εναντίον της κάνουν αντιπολίτευση. Αυτό είναι γκεσταπίτικο και αλαζονικό. Έχουν αρχίσει να μου λείπουν οι ένδοξες σάπιες εποχές των 90s, όπου γίνονταν τέρατα, αλλά τουλάχιστον δεν σου απαγόρευαν να δουλεύεις, ούτε σου έλεγαν πράγματα που δεν στέκουν από πουθενά. Συνέβαιναν κάποια σκάνδαλα, υπήρχε ένας έλεγχος, μερικά καταγγέλλονταν. Ετεροχρονισμένα τιμωρούνταν και κάποια. Τα σκάνδαλα τώρα τρέχουν κάθε μέρα και μας πλασάρονται ως κανονικότητα. Μπορεί να νομίζουν ότι οι παρανομίες και τα όσα αντισυνταγματικά αποφασίζονται θα περάσουν έτσι, επειδή για την ώρα δεν υπάρχουν αντιδράσεις. Σε βάθος χρόνου το αποτέλεσμα δεν θα τους αρέσει. Έχω πάρει θέση για την αναρμοδιότητα αυτού του ανθρώπου, άλλωστε από μόνη της λέει ότι είναι αναρμόδια για όλα: είναι αναρμόδια για το ότι σταμάτησαν τις παραστάσεις οι δήμοι και οι περιφέρειες, είναι αναρμόδια γιατί αποφασίζουν οι λοιμωξιολόγοι για το αν θα ανοίξουν τα θέατρα. Το υπουργείο Πολιτισμού δεν οφείλει να πάρει θέση; Δεν μπορεί να συγκροτήσει μία επιτροπή για να εξηγήσει και να πείσει γιατί είναι πιο ασφαλές να πας στο θέατρο από το να μπεις στο μετρό; Δεν την ενδιαφέρει, το έχει αποδείξει με όλους τους τρόπους. Απαντάει αμέσως σε επιστολές παραιτήσεων, πηγαίνει και φωτίζει την Ακρόπολη, κάθεται στο θρόνο της και λέει για την αγαθή τύχη τη στιγμή που δίπλα της οι καλλιτέχνες πέφτουν σαν τα κοτόπουλα. Βλέπω τους φίλους μου. Δεν είχαν λεφτά να πάνε διακοπές. Σε λίγο δεν θα έχουν να πληρώσουν ενοίκιο. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κοροϊδία. Δεν μπορεί να πληροφορούμαστε ότι δεν θα ανοίξουν τη Δευτέρα τα θέατρα από ένα ποστ της Σεμίνας Διγενή. Δεν την ενδιαφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός; Είναι αρμοδιότητά της να ασχοληθεί. Αν δεν μπορεί, να παραιτηθεί ή να εκδιωχθεί. Να πράξει αυτά για τα οποία την έχουν διορίσει. Είναι μία υπάλληλος που αυτή τη στιγμή οφείλει να υπηρετήσει έναν τομέα που βρίσκεται σε κρίση. Δεν μπορεί να εμφανίζεται ως η Μαρία Αντουανέτα που την ξυπνήσαμε στον ύπνο και της την σπάσαμε. Οφείλει να δώσει τις απαντήσεις που ζητάμε. Μιλάμε για το αυτονόητο. Αν θεωρεί ακόμα ότι κάνω αντιπολίτευση λυπάμαι για το μυαλό της. 

Τελικά πού απευθυνόμαστε όταν κάνουμε Τέχνη; Νομίζω ότι πάντα απευθύνομαι σε ένα φαντασιακό ερωτικό υποκείμενο, που δεν έχει απαραίτητα μορφή. Μπορεί να είναι από τον Βογιατζή μέχρι κάτι ερωτικό και σαρκικό, ίσως έναν άνθρωπο που ποτέ δεν θα γνωρίσω, που δεν έχει πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή νιώθω πως υπάρχει μία στόχευση επικοινωνίας που θα συνεχίσω να την λέω ερωτική. Αναζητάς μία εκπλήρωση.

Η Φαίδρα της Μαρίνα Τσβετάγιεβα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά και μετάφραση Χρήστου Χρυσόπουλου θα παίζεται από τις 5 Νοεμβρίου στο Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Μεταξουργείο). Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Αναστάσης Ροϊλός, Μιχάλης Σαράντης.