Καλό ξεκίνημα αλλά θλιβερή κατάληξη για την πρώτη έλευση του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ στην Ελλάδα.

Πολυαναμενόμενη η έλευση τυο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο ρώσος αντιφρονούντας (με άλλη σημασία χρησιμοποιούσαμε τη λέξη κάποτε!) σκηνοθέτης έχει αποκτήσει τεράστια φήμη, τόσο για θεατρικούς όσο και για μη θεατρικούς λόγους. Αυτό τον έχει καταστήσει αυτό που ονομάζουμε festival darling: όλα τα φεστιβάλ θέλουν μια παραγωγή του στον προγραμματισμό τους, με αποτέλεσμα να κάνει όλο και περισσότερες παραστάσεις. Δεν είναι ο μόνος, είναι πολλοί οι σημαντικοί σύγχρονοι δημιουργοί που εμπλέκονται σε αυτό τον κυκεώνα. Κι όπως είναι φυσικό, δεν είναι ισάξιες όλες οι παραστάσεις που προκύπτουν με αυτό τον τρόπο.

Η περίπτωση του «Βίι» είναι πολύ πιο περίπλοκη. Θα έλεγε κανείς πως είτε για αλλού ξεκινά και λοξοδρομεί στην πορεία, είτε πηγαίνει εκεί που εξ αρχής σκόπευε, ξεκινώντας διαφορετικά ώστε να δημιουργήσει άλλοθι.  Η πρώτη μισή ώρα σχεδόν, παρουσιάζει πράγματι την κτηνωδία του πολέμου, με εικόνες ισχυρές, από αυτές που ένας τόσο άξιος σκηνοθέτης όσο ο Σερεμπρένικοφ ξέρει πολύ καλά να χτίζει –ειδικά με μια τόσο άξια ομάδα ηθοποιών. Η σκηνή όπου ο αιχμάλωτος καλείται να διαβάσει στο νεκρό κορίτσι ή που ο στρατιώτης, φορώντας τα νυφικό πέπλο της νεκρής παίζει την Ιουλιέτα, είναι ισχυρές, σπαρακτικές, ποιητικές, όμορφες και εφιαλτικές ταυτόχρονα. Και ξαφνικά… αρχίζει τα κήρυγμα, η καταγγελία, ο δεκάρικος.

Προσοχή: επισημαίνω εξ αρχής ότι δεν εξετάζω ούτε την ορθότητα, ούτε την αντικειμενικότητα των λεγομένων: το θέατρο δεν είναι μάθημα ιστορίας, ούτε υποχρεούται να τεκμηριώνει ανά πάσα στιγμή την αλήθεια των λεγομένων του.  Ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης δικαιούται να πουν αυτό που οι ίδιοι επιθυμούν. Κρίνονται, όμως, σε ότι φορά την ποιότητα ή την χυδαιότητα, την καλαισθησία ή τη φτήνια, την τέχνη ή την ευκολία του περιεχομένου τους. Κι είναι άξιον απορίας το πώς ένας καλλιτέχνης της στόφας του Σερεμπρένικοφ αφέθηκε να παρασυρθεί από τον συγγραφέα να σκηνοθετήσει κείμενο που λέει πως οι ρωσίδες επιθυμούν το θάνατο του συζύγου τους στο μέτωπο έτσι ώστε να εισπράξουν χρήματα και ένα αυτοκίνητο –κοντολογίς: οι γυναίκες των εχθρών μας είναι πουτάνες! Κι είναι αληθινά κρίμα που τα ελληνικό κοινό πρωτογνωρίζει έναν σημαντικό δημιουργό από τη χειρότερη δουλειά του από όσες έχω δει –ο ίδιος ευθύνεται για το περιεχόμενο, και το Φεστιβάλ για την επιλογή του.

Ο ίδιος  Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, κατά την περίοδο της κατ’ οίκον κράτησής του, είχε δημιουργήσει το «Outside», ένα κομψοτέχνημα που, χωρίς την παραμικρή επίκαιρη αναφορά, κατέγραφε συγκλονιστικά το απάνθρωπο του περιορισμού, τις παραισθήσεις του έγκλειστου, τις φαντασιώσεις του στερημένου, την απελπισία μιας άδικης συνθήκης. Το γεγονός πως ο νεαρός ουκρανός συγγραφέας τον οδήγησε εν τη ανοησία (;) του να στήνει επαναλαμβανόμενες σκηνές για κλεμμένα πλυντήρια, macbook και …«φορμίτσες» (sic), με αφήνει ενεό. Εκτός αν η οδύνη της αυτοεξορίας και η φόρτιση του πολέμου άμβλυναν τόσο πολύ τα αισθητήριά του. Κι ας μην ξεχνάμε και κάτι άλλο: ο μακροσκελής μονόλογος του Βίι που επαναλαμβάνει ειρωνικά και καταγγελτικά την προσφώνηση «απελευθερωτή», δεν επαρκεί ούτε για να καλύψει, ούτε για να δικαιολογήσει την αποτρόπαια, άνανδρη και απεχθή πράξη που λαμβάνει χώρα: την εν ψυχρώ δολοφονία ενός αιχμαλώτου.

Πιθανότατα, λοιπόν, ο βασικός υπεύθυνος που μετέτρεψε ένα ενδεχόμενο αριστούργημα στο εξάμβλωμα που κατάντησε να είναι –με όλες τις υποσχέσεις του ξεκινήματός του –το «Βίι», είναι ο συγγραφέας Μπόνταν Πανκρουχίν. Πώς όμως να αθωωθεί ο πολύς Σερεμπρένικοφ από τις δικές του ευθύνες;  Έχοντας σκηνοθετήσει εξαιρετικά τις «Νεκρές ψυχές», αυτό το κείμενο το είδε ως αποδεκτή σκηνική διασκευή του Γκόγκολ; Μετά τον «Μαύρο Καλόγερο» με έμπνευση από τον Τσέχωφ, αλλά και το «Outside» που προανέφερα, αυτό το έργο τον ικανοποιεί; Θέλω να ελπίζω πως όταν θα ξεπεράσει τη φάση της αγκίτ-προπ που φαίνεται να διανύει όψιμα, θα ξαναθυμηθεί πόσο σημαντικός καλλιτέχνης είναι. Και θα επανέλθει στην Αθήνα με κάτι που να δείξει στο ελληνικό κοινό ποιος είναι στην πραγματικότητα. Γιατί το ζήτημα δεν είναι το περιεχόμενο του διδάγματος. Είναι η ευτέλεια του διδακτισμού.