Ο Αλεξάντερ Ζέλντιν έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια με την τριλογία του «Ανισότητες» το διεθνές θεατρικό στερέωμα. Εκκινώντας από την Αγγλία, παρουσιάζει τη δουλειά του σε όλες τις σημαντικές θεατρικές πρωτεύουσες: το χειμώνα σκηνοθέτησε στο Παρίσι ενώ η καινούρια του δουλειά «Εξομολογήσεις» που θα δούμε και στο Φεστιβάλ Αθηνών αυτές τις μέρες, ήδη εμφανίστηκε στο Wiener Festwochen της Βιέννης, και σε ένα μήνα περίπου θα παιχτεί στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Αντλώντας υλικό από τα προσωπικά του βιώματα, από αναμνήσεις από πρόσωπα της οικογένειάς του,  ο Ζέλντιν φιλοδοξεί να χτίσει το έπος της καθημερινότητας. Βλέποντας την αισθητική του, δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι υπήρξε επί χρόνια βοηθός του Πήτερ Μπρουκ. Μιλώντας μαζί του, προσεγγίσαμε τον κόσμο ενός σκηνοθέτη και δραματουργού με ξεχωριστή ανθρώπινη ποιότητα, πάθος και ενθουσιασμό.

Διανύετε μια πολύ έντονη περίοδο εργασιακά.

Πράγματι. Μόλις τελειώσαμε τις προετοιμασίες για την καινούρια παραγωγή, και πάντοτε ξαναγράφω το κείμενο μέχρι την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα λοιπόν είναι πάντα κάπως έντονο. Έτσι είναι. Από πού να ξεκινήσουμε;

Ας ξεκινήσουμε από τις «Εξομολογήσεις», που θα δούμε στην Αθήνα. Ποιος είναι ο πυρήνας τους;

Ο βασικός πυρήνας του έργου έχει να κάνει με την προσπάθεια να ζήσει κανείς τη ζωή του με αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια, κόντρα στους καιρούς: είναι δυνατόν αυτό; Τι σημαίνει η αυτοσυνειδητοποίηση για μια γυναίκα γεννημένη το 1943. Να βρει τη φωνή της, να μάθει τι δυσκολίες συνεπάγεται αυτό απέναντι στο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει. Αυτός είναι ο ένας πυρήνας. Ο δεύτερος είναι το τι σημαίνει να το μοιράζεται αυτό με κάποιον άλλο και με το γιό της. Για μένα, το σημείο εκκίνησης του έργου ήταν ότι ήθελα να αφηγηθώ επί σκηνής μια ολόκληρη ζωή. Σκέφτηκα πως ήθελα να βρω μια επική φόρμα για την καθημερινή ζωή, και ήθελα το θέατρο, το οποίο στα αρχαία ελληνικά σημαίνει το σημείο θέασης, να αποτελέσει ένα περιβάλλον όπου θα βρούμε έναν νέο τρόπο να δούμε μια ζωή που θα τη θεωρούσαμε πολύ συνηθισμένη. Η ιστορία μου λοιπόν δεν είναι αυτή ενός επικού ήρωα όπως η Εντίθ Πιαφ ή ο Μάλκολμ Χ, αλλά μιας συνηθισμένης γυναίκας και του αγώνα που πρέπει να δώσει ώστε απλώς να ζήσει.

Φυσικά, είναι και μια ιστορία για τη βία, την ανδρική βία. Κι από αυτή την άποψη, είναι απίστευτα επίκαιρο. Είναι επίσης πολύ προσωπικό, καθώς οι ρίζες του βρίσκονται σε συνεντεύξεις με την ίδια μου τη μητέρα. Ήθελα λοιπόν να βρω το θεατρικό υλικό που θα μου επέτρεπε μια μετάβαση. Δεν ήθελα πλέον να βασιστώ στις προηγούμενες δουλειές μου. Είχα κάνει πολλή ερευνητική δουλειά ώστε να δημιουργήσω τη δραματουργία από την πραγματικότητα. Κι εδώ η πραγματικότητα την οποία εξετάζω είναι η πλέον προσωπική, αυτή της άμεσης οικογένειάς μου. Από αυτή την άποψη λοιπόν, είναι ένα είδος μετάβασης. Υπάρχουν περί τους πέντε πυρήνες εδώ, μπορείτε να επιλέξετε όποιον σας αρέσει!

Alexander Zeldin, Chicago 2017 Alyssa Schukar Photography

Είναι παράξενο, αλλά φαίνεται πως όσο πιο προσωπικά μιλά κανείς στην Τέχνη, τόσο περισσότερους μοιάζει να αφορά το αποτέλεσμα.

Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για αυτά που ξέρουμε καλύτερα, γιατί δεν ξέρουμε τι ξέρουμε! Το θέατρο είναι ένας τρόπος να κατανοήσουμε αυτά που σκεφτόμαστε για κάτι, αυτά που πραγματικά βλέπουμε. Χθες μιλούσα με έναν έλληνα φίλο μου, το Γιάννη Φιλιππάκη, που είναι και ο συνθέτης της μουσικής της παράστασης. Μου έλεγε πως συγκινήθηκε πολύ από τις σκηνές με τον πατέρα μου, γιατί με γνώριζε εκείνη την περίοδο, ένα-δυο χρόνια μετά τα γεγονότα. Την ξέρω πολύ καλά την περίοδο εκείνη.

Πάντοτε θεωρώ πως η προσωπική εμπειρία πρέπει να αποτελεί τη γέφυρα ώστε να μπεις μέσα στη σκέψη κάποιου άλλου, ακόμα και κάποιου τόσο οικείου σου όπως η μητέρα σου. Χρειαζόμαστε το θέατρο ως ένα τρόπο που να οδηγήσει τη σκέψη μας να μπει στη θέση κάποιου άλλου. Πρέπει λοιπόν να χρησιμοποιήσουμε το προσωπικό έτσι ώστε να μπούμε μέσα στο πρόσωπο που βρίσκεται δίπλα μας, και κατόπιν στο οικουμενικό. Πιστεύω πως αυτό το στάδιο είναι εξαιρετικά σημαντικό. Σίγουρα πιστεύω πως το να μιλώ για κάτι τόσο προσωπικό από τη ζωή μου, είναι ένας τρόπος να βρω κάτι οικουμενικό σε αυτή. Ελπίζω πως θα είναι ένα καινούριο είδος επικής απεικόνισης.

Φαίνεται να σας ενδιαφέρουν αυτοί που ονομάζουμε συνηθισμένους ανθρώπους. Είναι το έπος της καθημερινότητας αυτό με το οποίο ασχολείστε. Μου θυμίζετε ένα στίχο του Μάο Τσε Τουνγκ, που λέει πως αν θέλεις να βρεις αληθινούς ήρωες, πρέπει να τους αναζητήσεις δίπλα μας.

Δεν ξέρω αν συμφωνώ πολιτικά με τον Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά αυτή είναι μια πολύ όμορφη φράση. Πιστεύω πως το θέατρο, σε όλη του την ιστορία, υπήρξε στην πραγματικότητα ένας τρόπος να κοιτάξουμε διαφορετικά τους εαυτούς μας. Και το ερώτημα στο θέατρο είναι πάντα: τι θα ανεβάσεις στη σκηνή, από ποιον και πώς; Κι η μορφή του θεάτρου που επιχείρησα να βρω με την τριλογία «Ανισότητες» -κρίμα που δεν καταφέραμε να δείξουμε αυτό το έργο στην Αθήνα πριν από το τωρινό, αλλά έτσι είναι η ζωή!- ήταν ένα είδος ριζοσπαστικού υπέρ-ρεαλισμού, γιατί ήθελα να μας φέρω αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, με την πολιτική κατάσταση που βρίσκεται μπροστά μας. Και η τωρινή παράσταση είναι μια εξέλιξη της τριλογίας. Έχει να κάνει στην πραγματικότητα με την προσπάθεια να δούμε κάτι που είναι αόρατο: ποιες είναι οι ίνες που συνθέτουν τη συνηθισμένη ζωή, και πώς αυτή αλλάζει και πώς βλέπει τον εαυτό της μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό το θεατρικό πρότζεκτ λοιπόν έχει να κάνει με την αυτοσυνείδηση και με το να βρούμε διαφορετικές θεατρικές φόρμες για το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας σε διάφορα στάδια της ζωής. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον, αλλά και μια μεγάλη πρόκληση. Όμως αυτό από το οποίο ήθελα να ξεκινήσω, ήταν ο συνηθισμένος ήρωας που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας. Σκεφτόμουν πως η μητέρα μου πρόκειται να πεθάνει, και ήθελα να προσπαθήσω να την καταλάβω πραγματικά, να δω ποια ήταν η ιστορία της και να χρησιμοποιήσω το θέατρο για να δω τι ξέρω για αυτήν.

Αυτό είναι στην πραγματικότητα το ερώτημα. Το θέατρο για μένα δεν είναι μια δουλειά ή μια μορφή Τέχνης. Είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι στον κόσμο. Γι αυτό και δεν έχω όρια σε αυτό.

Να μιλήσουμε και για την τριλογία σας «Ανισότητες». Τη σχεδιάσατε εξ αρχής ως τριλογία, ή εξελίχθηκε έτσι στην πορεία;

Όπως εσείς οι έλληνες γνωρίζετε καλύτερα από κάθε άλλον στην Ευρώπη, η μεγάλη πολιτική ιδέα των τελευταίων 20 ετών υπήρξε η λιτότητα. Αυτή υπήρξε το μεγάλο ιδεολογικό σχέδιο του ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου. Στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες, και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχαμε από το 2015 -αλλά κι ακόμα νωρίτερα, από το 2010- ένα πολύ μεγάλο ιδεολογικό πρόγραμμα λιτότητας. Αυτό δημιούργησε τεράστια ανισότητα, η οποία ήδη υπήρχε, αλλά αυτό το πρόγραμμα την επιδείνωσε. Θεμελιωδώς, η ιδέα της λιτότητας είναι πως κάποιοι άνθρωποι πρέπει να κατηγορηθούν για τη δυστυχία κάποιων άλλων ανθρώπων. Ένιωσα πως αυτές οι συγκεκριμένες συνθήκες και χώροι που δημιουργήθηκαν από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο –η πίσω αίθουσα ενός εργοστασίου, η αίθουσα κοινής χρήσης ενός ασύλου για αστέγους, ένα δημοτικό πολιτιστικό κέντρο που κλείνει για πάντα- ήταν χώροι που μπορούσαν να μιλήσουν για μια ευρύτερη πραγματικότητα. Τώρα, τα σκέφτηκα ως τριλογία; Ξέρετε, κατά κάποιο τρόπο ναι. Γιατί ήταν τόσο μεγάλη η ιστορία που είχα να πω, που σκέφτηκα πως θα χρειάζονταν τρία έργα. Και η τριλογία «Ανισότητες» είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος: μια τριλογία για την ανισότητα στην εποχή μας και το πώς νιώθουμε γι αυτήν.

Και η πολιτική ένταση μοιάζει να μεγαλώνει όσο περνάει ο καιρός. Δεν κινούμαστε προς μια συνθήκη μεγαλύτερης ισότητας. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και κρίνοντας από τον τρόπο που ψηφίζουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όλο και περισσότερο οι λαοί μοιάζουν να μην φέρνουν αντίρρηση σε αυτό.

Είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι πως η ανισότητα και η κοινωνική βία οδηγούν στην απάθεια. Αν δείτε τι συμβαίνει τώρα στη Γαλλία, όπου γίνονται οι μεγάλες διαδηλώσεις, και που είναι πιθανώς ο κεντρικός πολιτικός χώρος, η ακροδεξιά ανεβαίνει. Θα μιλήσω για την Αγγλία όμως επειδή είμαι άγγλος. Νομίζω πως η νομιμοποίηση της αριστεράς καταστράφηκε από τον Τζέρεμι Κόρμπιν γιατί κατά κάποιο τρόπο επέτρεψε τον αντισημιτισμό. Είμαστε λοιπόν σε δύσκολη κατάσταση στη Μεγάλη Βρετανία γιατί δεν έχουμε ένα βιώσιμο πολιτικό πρόγραμμα από την αριστερά. Ίσως να έχουμε τώρα με τον νέο ηγέτη των εργατικών, τον Κιρ Στάρμερ. Δεν παρακολουθώ στενά τα νέα από την Ελλάδα, αλλά μου φαίνεται από όσα έχω ακούσει πως η ακροδεξιά απέκτησε πολλή δύναμη την περίοδο της λιτότητας. Και πιστεύω πως όταν τα πολιτικά προγράμματα δεν είναι συμπεριληπτικά, τότε απλά δημιουργούν τεράστιο διχασμό. Κι αυτός με τη σειρά του δημιουργεί περισσότερη κοινωνική βία. Η απάθεια λοιπόν είναι προϊόν της εξάντλησης, και η εξάντληση είναι αποτέλεσμα μιας δεκαπενταετίας εφαρμογής μιας χρεωκοπημένης ιδέας. Και μιλάω για τη δική μου χώρα, γιατί δεν γνωρίζω αρκετά για την Ελλάδα. Ξέρω πως στη δική μου χώρα περάσαμε από τη λιτότητα στον Μπόρις Τζόνσον. Είχαμε λοιπό μια δεκαπενταετία εκφυλιστικής καταστροφής της ιδέας του κράτους, της ιδέας της συλλογικής ταυτότητας. Κι αυτό θα πάρει πολύ καιρό να το διορθώσουμε στο ΗΒ. Οι «Ανισότητες» θέλω να πιστεύω πως θα αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου, κι ότι δεν θα μιλούν μόνο για τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που γράφτηκαν. Ίσως έχουν κάτι κοινό με τα έργα του Έντεν φον Χόρβατ, που μιλούν για τη δεκαετία του 1930. Είναι έργα με θέμα το πώς είναι να ζει κανείς υπό συνθήκες κοινωνικής βίας. Και μας μιλούν ακόμα, σε διαφορετικές εποχές.

Πρόσφατα στη Γαλλία, στο Οντεόν, παρουσιάσατε ένα νέο έργο: το «Ένας θάνατος στην οικογένεια». Τι αφορούσε;

Ήταν ένα έργο για το τέλος της ζωής. Ένα έργο για τα γηρατειά και για το πώς αντιμετωπίζουμε το θάνατο στην κοινωνία μας. Επίσης, ήταν ένα έργο για τη γιαγιά μου, τον τελευταίο χρόνο της ζωής της. Συνέβη ο παππούς μου να έχει πεθάνει μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, κι αυτό είχε αποτέλεσμα κανείς να μην έχει το χρόνο να σκεφτεί πάνω στο θάνατο της γιαγιάς μου. Έτσι το θέμα μου ήταν το μοιρασμένο πένθος για αυτούς τους δύο θανάτους. Στην πραγματικότητα ήταν ένα έργο για το τέλος της ζωής, και για το ότι δεν ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό ήταν το γαλλικό πρότζεκτ. Και το έκανα με κάποιους από τους κορυφαίους ηθοποιούς της Γαλλίας που τώρα έχουν περάσει τα 80, αλλά και με μη επαγγελματίες –δούλεψα πολύ με μη επαγγελματίες στη Γαλλία. Δούλεψα με ανθρώπους που δεν είχαν ανέβει ποτέ στη σκηνή και που ήταν στα 90 τους. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα που μπόρεσα να το κάνω αυτό.

Φαίνεται πως η Τέχνη είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένας τρόπος να διαχειριστούμε τη θνητότητα, το θάνατο.

Ναι, το πιστεύω. Ξέρετε, διαπίστωσα πως άρχισα να γίνομαι καλλιτέχνης όταν πέθανε ο πατέρας μου. Προσπαθούσα και πριν, αλλά γνωρίζω πως ο θάνατός του με βοήθησε να δω πως η Τέχνη θα έκανε δυνατό να διατηρήσω τη σχέση μου με την ένταση των συναισθημάτων που είχα. Κι εκείνη την περίοδο, δεν ήθελα να τη χάσω αυτή την ένταση. Ήθελα να τη διατηρήσω. Κι έτσι την κράτησα ζωντανή, κατά μία έννοια, εκείνη την περίοδο: με το να γίνω καλλιτέχνης. Στο σχολείο μου είχα τη δυνατότητα να κάνω θέατρο, και το θέατρο μου έδινε ένα αίσθημα έντασης που το έβρισκα μόνο στις πιο θαυμαστές και τραγικές στιγμές της ζωής μου. Χρειαζόμουν το θέατρο για να νιώσω τι είναι η ζωή, γιατί ένιωθα πως η ζωή ήταν ένα ψέμα, και το θέατρο με βοηθούσε να φτάσω σε κάτι πιο αληθινό. Κι όταν λέω πως ήταν ψέμα, εννοώ την κοινωνική πραγματικότητα, την υπακοή και τις συμβάσεις. Όλα αυτά τα ένιωθα κι ακόμα τα νιώθω σαν να με ελέγχουν, ενώ το θέατρο είναι ένας χώρος όπου μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι που είναι ταμπού, όπου μπορούμε να ξεφύγουμε από τις συμβάσεις και να βρούμε καλοσύνη και αλήθεια. Κι υπάρχει τεράστια καλοσύνη στο να μιλάμε για πράγματα που μας τρομάζουν, όπως ο θάνατος. Αυτό είναι Τέχνη. Τέχνη για μένα είναι αυτό που με αγγίζει αληθινά, είναι η Τέχνη της χάριτος, η ανιδιοτελής Τέχνη. Με ενδιαφέρει η Τέχνη που βρίσκεται στα περάσματα της ζωής, στην καθημερινότητα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να κάνει αισθητικούς συμβιβασμούς. Αν κοιτάξουμε κάποιους από τους πίνακες του Μπρύγκελ, μοιάζει να παρατηρεί το σύνολο της ανθρωπότητας. Και ζωγραφίζει τον εαυτό του κάπου στην άκρη του πίνακα, αλλά μόλις εκτός του κάδρου. Βρίσκω αυτή τη θέση πολύ ακριβή. Με ενδιαφέρει η γραφή και η δραματουργία. Δραματοποιώ τη μητέρα μου. Είναι εμπνευσμένο πολύ στενά από εκείνη, και τη δραματοποιώ επειδή θέλω να αγγίξω κάτι πολύ ουσιώδες, συνηθισμένο και κοντινό μου πριν εξαφανιστεί. Κι αυτό είναι η ζωή της -γιατί η ζωή της εγκαταλείπει τον κόσμο. Κι αυτό είναι ένα δράμα που πολλοί άνθρωποι έχουν βιώσει και θα βιώσουν. Πιστεύω πως του αξίζει μια θεατρική φόρμα πολύ ουσιαστικότερη από κάποια που απλώς αναπαράγει τις δημοσιογραφικές συμβάσεις. Γιατί πολλά έργα μιλούν για κάτι που ήδη γνωρίζουμε.

Μόλις μου είπατε λοιπόν τι ήταν αυτό που σας έκανε καλλιτέχνη. Αναρωτιέμαι αν θυμάστε τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιλέξετε το θέατρο ως τη δική σας Τέχνη.

Πολύ καθαρά. Όταν ήμουν 16, άρχισα να γράφω. Στην πραγματικότητα στα 13-14 άρχισα να γράφω βιβλία, διηγήματα και πολύ κακή ποίηση. Κι όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερος, στο σχολείο μου διασκεύασα το «Μοντεράτο Καντάμπιλε» της Μαργκερίτ Ντυράς σε θεατρικό έργο, γιατί ήταν ένα κείμενο για το θάνατο, την αυτοκτονία και τον έρωτα. Θάνατος και έρωτας: ήμουν στην εφηβεία, ήμουν ερωτευμένος με ένα κορίτσι κι ο πατέρας μου είχε μόλις πεθάνει. Αυτά λοιπόν ήταν τα πιο ισχυρά συναισθήματα που είχα. Αυτά είχε ως θέμα κι αυτή η νουβέλα, κι έτσι τη διασκεύασα. Θυμάμαι πως ήμουν στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου σκηνοθετώντας αυτό το έργο, με πολύ συμβατικό και βαρετό τρόπο. Και μια μέρα, την ώρα του διαλείμματος, δύο ηθοποιοί ήταν στη σκηνή και μιλούσαν για κάτι άλλο, ένα νεότερο παιδί άλλαζε τους φωτισμούς και κάποιος άλλος στη γωνία έπαιζε πιάνο. Συνέβη λοιπόν ένα ατύχημα: τα πρόσωπα που βρίσκονταν στη σκηνή φωτίστηκαν ξαφνικά από το ατύχημα του θεάτρου. Ήταν λίγο σαν το ανέκδοτο στον Στανισλάβσκι για το φάγωμα του μήλου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα πολύ δυνατό και βαθύ συναίσθημα, κάτι σαν καθήκον και αλήθεια μαζί. Αυτό κυνηγάω από τότε, αυτό το συναίσθημα. Το θέατρο με κάνει να κατανοώ τι νιώθω για τον κόσμο. Είναι δύσκολο. Παίρνω ένα μεγάλο ρίσκο τώρα. Εύχομαι να πετύχω. Αλλά δεν είμαι σίγουρος για το καινούριο μου έργο. Θα μπορούσε να αποτύχει. Αλλά κι αυτό είναι εντάξει. Πρέπει να ρισκάρεις τα πάντα. Το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί είναι να επαναλαμβάνω αυτά που έχω ήδη κάνει μέχρι το τέλος της καριέρας μου. Πολλοί καλλιτέχνες επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια παράσταση: όταν έχουν επιτυχία, την επαναλαμβάνουν. Εγώ θέλω να ρισκάρω.

Όπως στους πίνακες του Μπρύγκελ που αναφέρατε, που είναι μεγάλοι και περίπλοκοι με αμέτρητες μικρές μορφές, έτσι και στο θέατρο χρειάζεται κανείς χρόνο και χώρο για να χτίσει τον κόσμο του. Για τους θεατές ενός φεστιβάλ, αυτό είναι αυτονόητο. Όμως συχνά το «κανονικό» κοινό τρομάζει μπροστά σε μια παράσταση μεγάλης διάρκειας. Πώς τους πείθει κανείς να αφιερώσουν αυτό το χρόνο;

Εντάξει, το έργο δεν είναι και τόσο μεγάλο. Είναι λίγο μεγαλύτερο από μια ταινία. Είμαι πολύ ευαίσθητος σε αυτό, ξέρετε. Θέλω ένα πολύ ευρύτερο κοινό. Κι έτσι πάντοτε προσπαθώ να το κάνω να έλθει. Επίσης, είμαι άγγλος, και το να κάνεις μια πολύωρη παράσταση στην Αγγλία είναι εξαιρετικά περίπλοκο γιατί το βρετανικό θέατρο ακόμα κυβερνάται από ένα είδος καπιταλιστικών οικονομικών. Και είμαι εντάξει με αυτό, δεν νομίζω πως είναι κάτι κακό. Είναι οι κανόνες του ταμείου. Μου αρέσει λοιπόν να κάνω τα έργα μου προσβάσιμα, κατά κάποιο τρόπο.

Κι αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα: πώς καταφέρνει κανείς να φέρει το αποτέλεσμα που θέλει ακολουθώντας και κανόνες που δεν είναι διόλου καλλιτεχνικοί, αλλά έχουν να κάνουν με το ταμείο, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός σε αυτό που κάνει; Πώς γίνεται αυτό;

Πιστεύω πως το να παραμείνουμε πιστοί σε αυτό που κάνουμε περιλαμβάνει και το να μείνουμε πιστοί στο ταμείο, γιατί και ο Σαίξπηρ έπρεπε να το κάνει αυτό: γιατί λοιπόν όχι κι εμείς; Με ενδιαφέρει αυτό, πραγματικά με ενδιαφέρει. Πιστεύω πως είναι σημαντικό. Προσπαθώ λοιπόν να διατηρήσω και αυτήν την ποιότητα διαρκώς μέσα στη δουλειά μου.

«Οι εξομολογήσεις» του Αλεξαντερ Ζέλντιν θα παίζονται στο Χώρο Δ της Πειραιώς 260 από τις 23 ως τις 26 Ιουνίου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνων και Επιδαύρου. Πληροφορίες και εισιτήρια: Οι εξομολογήσεις – Athens Epidaurus Festival (aefestival.gr)