Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη

 

Μήνες λέγαμε ότι θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση, χωρίς να επιδιώξουμε κάποια συγκεκριμένη αφορμή ή επικαιρότητα. Τελικώς η δημοσίευσή της συμπίπτει με την εμφάνισή του στην Επίδαυρο στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, όπου υποδύεται το Σωκράτη. Αισθάνομαι πως μιλήσαμε τελικώς και γι αυτό, με ένα τρόπο πλάγιο, κι ίσως γι αυτό πιο ουσιαστικό. Εϊναι άλλωστε κρίμα να βάλεις οποιοδήποτε περιορισμό σε μια κουβέντα με το Νίκο Καραθάνο. Όποιο δρόμο κι αν πάρει, θα προκύψουν πράγματα ουσιαστικά.

Πάντα αναρωτιέμαι τι οδηγεί κάποιον να ασχοληθεί με το θέατρο. Με εσένα πώς συνέβη;  Ήμουνα τόσο ντροπαλός στη ζωή, που έπρεπε να πάω κάπου να ξεντραπώ!

Και σε ποια ηλικία το κατάλαβες πως αυτός θα ήταν ο δρόμος σου, να ανέβεις στη σκηνή; Ξέρεις, αλλιώς θα απαντούσα σε αυτές τις ερωτήσεις λίγο μικρότερος, κι αλλιώς τώρα. Όταν είσαι πιο μικρός λες: Ήμουνα τόσο, μου συνέβη αυτό, και τότε… Και λες ένα μικρό βιογραφικούλι! Όταν έχεις μεγαλώσει, λες: Σταμάτα να απασχολείς τον κόσμο με παλαιότερα θέματα! Μην τους βαραίνεις! Έτσι ανέβηκες κι εσύ όπως όλοι οι άνθρωποι, κάτι βρήκατε. Μην το βλέπεις ειδικά, αλλά πιο γενικά. Ποια στιγμή καταλαβαίνουμε τι πραγματικά είμαστε; Ίσως ακόμα δεν το ξέρουμε. Είσαι ένα κλειδί που χωράει μόνο εκεί. Ψάχνεις, τυφλός… Νομίζω πως σ’ αυτό το θέμα είμαστε εντελώς ανάπηροι, στο να δούμε τι είμαστε. Πάμε να περπατήσουμε και δεν έχουμε πόδια. Είμαστε αυτιστικοί. Γι αυτό όλη αυτή η περιοχή της αναπηρίας είναι το σχολείο του Θεού για έναν καλλιτέχνη. Αυτά πιστεύω πως τα διαλέγει άλλος για σένα. Αυτό το χαλί είσαι, βγήκες έτσι ζωγραφισμένο. Αυτή η πεταλούδα. Όπως έλεγε ο Αυλωνίτης σε μια παλιά ταινία: Τι σόι πεύκο είσαι εσύ;

Το καταλαβαίνω αυτό που λες. Κι εγώ τελείως άλλο δρόμο ήταν να πάρω στη ζωή μου. Από κει και πέρα, το θέμα της παιδείας να μην το πιάσουμε, είναι τεράστιο. Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρες. Ξέρεις, θεωρούμε τα πράγματα αμετακίνητα. Λέμε στα παιδιά: αυτό πρέπει να γίνεις τώρα.  Κι έρχεται ένα αύριο και τα καταλύει όλα. Μαθαίνουμε  στο παιδί μας να είναι επιτυχημένο, όχι ευτυχισμένο. Αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα. Όταν σπούδαζα δάσκαλος, κάναμε εργασίες για το Σάμμερχιλ, το ελεύθερο σχολείο, για τη Μοντεσσόρι… Και πήγαινες ως φοιτητής με όλες αυτές τις ιδέες, κι αποκαρδιωνόσουνα μετά.

Μερικές φορές βλέπεις κάτι τόσο όμορφο, που σου φέρνει δάκρια.. Αυτό είχα πάθει, πολύ νέος, στην Σαλώμη του Μαυρίκιου. Κάτι τέτοιο δεν πάθαμε και στη Γκόλφω;  Για μένα σίγουρα δεν ήταν θέμα νοσταλγίας, γιατί δεν έχω βιώματα για να νοσταλγήσω κάτι τέτοιο. Απλά ήταν πολύ όμορφο. Ξέρεις, σε αυτά είναι καλό να καταλαβαίνεις σε τι χώμα ζεις. Πολλές φορές λέμε: βαρέθηκα, θέλω καινούρια πράγματα. Όμως το λέει ο Ραγκαβής: Όπου κι αν πατήσεις εδώ ολισθαίνεις εις αίμα μαρτύρων. Είσαι περιστοιχισμένος από θησαυρούς, από στιγμές, από παραστάσεις, από ανθρώπους, από λέξεις, από μνημεία. Κι είναι ωραίο να χαίρεσαι επειδή ζεις σε αυτό τον κήπο ηρώων. Εμείς καμιά φορά φοράμε τα μαύρα γυαλιά μας και δεν θέλουμε να δούμε τίποτε από ό,τι υπάρχει. Και ξαναξεκινάμε.

Ξέρεις, κι αυτό μπορεί να κουράσει. Όπως αυτό που λέει ο Σεφέρης: Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω. Βέβαια. Ναι, καταλαβαίνω. Αλλά από την άλλη, είναι σόι σου. Διαχειρίσου το! Μην το αχθοφορείς. Θα ‘δινα, ας πούμε, το παιδί μου στον Παπαβασιλείου να το μεγαλώσει!

Βέβαια. Αν δεν είχα δει το Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεν ξέρω αν θα είχα ενδιαφερθεί για το θέατρο. Αυτούς τους ανθρώπους θα τους ήθελα ενεργούς πιο συχνά, πιο ανάμεσά μας.

Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι δουλειά του Εθνικού Θεάτρου; Να τους ενεργοποιεί; Γιατί τους χρειαζόμαστε. Εσύ, θα κατέθετες φάκελο για να αναλάβεις το Εθνικό Θέατρο; Έλα καλέ! Άναυδη μια πολιτεία, δεν ξέρει τι να κάνει, δεν ξέρει τι είναι, και κάνει διαγωνισμούς…  Όλα αυτά είναι μια γελοία ιστορία, εδώ και πολλά χρόνια. Το κράτος κι οι θεσμοί λειτουργούν κομματικά. Ευτυχώς υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι, από λάθος ή από σωστό, που πήραν μια θέση και κάτι κάνανε.  Μου το έλεγε ο Παπαβασιλείου: Καλός κυβερνήτης είναι αυτός που δεν θέλει, και τον θέλουν όλοι οι άλλοι!

Καλά, προφανώς δεν είναι μετρήσιμο το ποιον θα διαλέξεις για να σκηνοθετήσει έναν Μπέκετ. Τι λες τώρα; Το Μπέκετ τον ίδιο δεν θα τον παίρνανε!

Κάποτε ο Δημήτρης Μαυρίκιος μού είχε πει πως για τη σκηνοθεσία, και της τραγωδίας αλλά και γενικότερα, δεν μπορούσε να βρει άλλο ρήμα από το «διδάσκω». Είναι συγγενικές η σκηνοθεσία κι η διδασκαλία; Εξαρτάται τι θεωρείς διδασκαλία. Στο σχολείο κάναμε τα ίδια μαθήματα. Και μετά λες: Αχ Θεέ μου, πώς θα ήθελα να τα αλλάξω! Να βάλω στο Δημοτικό το ημερολόγιο του Τσαγκαρουσιάνου. Να βάλω την ποίηση του Μαυρίκιου στο Γυμνάσιο. Να βάλω το Μαρωνίτη να διδάσκει τις ραψωδίες. Και να καταλήξω στα Ψηλά Βουνά, σε μεγάλη ηλικία! Να διαλέγεις εσύ την ύλη που συναντάς στα μαθήματα, όπως στη ζωή τους ανθρώπους. Οι δάσκαλοι που με μάγευαν στην Ακαδημία, που έπαιρνα κάτι από αυτούς, ήταν εκείνοι που έδειχναν ένα τεράστιο έρωτα και μια τεράστια άγνοια για τα πράγματα, απλώς έμεναν αποσβολωμένοι στο φως. Είχα έναν καθηγητή που μας έλεγε πώς αυτοκτόνησε ο γιος του, και μετά μας διάβαζε ποίηση. Κοίταζε από το παράθυρο καταμεσήμερο, και λάμπανε μέσα του τα πράγματα. Και πάρα πολλούς ακόμα. Είχα τον Κωστή Παπαγιώργη να μου μιλάει για την επανάσταση. Τον Άγγελο Παπαδημητρίου να μου μαθαίνει καλλιτεχνικά κι οικοκυρικά. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που βγάζουν το τρυφερό τους βάθος και το ακουμπάνε κάπου. Άσχετα πώς τους κρίνεις όταν τους κάνεις παρέα. Από αυτούς μαθαίνεις το μυστήριο της ζωής, που σε συνδέει με τον άνθρωπο και τον κόσμο γύρω σου, ώστε να μπεις μέσα στην περιπέτειά του και να πεις τις ιστορίες του.

Αυτό το τρυφερό βάθος είναι κι η μεγάλη αρετή του θεάτρου σου. Δύο πράγματα βλέπω πάντα στη δουλειά σου: ότι είναι προϊόν ομαδικότητας, κι ότι έχει μια τρυφερότητα στην προσέγγιση. Αυτό με είχε κάνει να αγαπήσω το Δεκαήμερο: πίσω από τα σκαμπρόζικα περιστατικά, υπήρχε μια αφοπλιστική αθωότητα.  Μα αυτό ήταν το ζητούμενο. Και ξέρεις, τα πράγματα είναι  εύκολα, απλώς τα κοιτάζεις και ρωτάς τι είναι, και σου απαντάνε. Έτσι απλά, σαν παιδί, τα ρωτάς. Για το Δεκαήμερο, αν θες ρωτάς τον Παζολίνι να σου το πει.  Η αυγή της Αναγέννησης. Ένα πρωί του ανθρώπου και του κόσμου. Ξυπνάς και βάζεις το χέρι σου μέσα στο σώβρακο, πας τουαλέτα, κι είσαι μέσα στο ένστικτο και το αίσθημα. Σε καλούν να αρχίσεις. Αυτές οι ιστορίες μου άρεσαν γιατί αντί για μια παράσταση θα μπορούσαν να ανοίξουν και να γίνουν έξι, επτά, οκτώ. Να συνεχίζει, να τραγουδιέται και να χορεύεται, και να παίζει μουσική, και ξανά μια άλλη ιστορία, να περιδιαβαίνεις στα μέρη και στους ανθρώπους και να μιλάς γι αυτούς. Να πάρεις χρώματα και να ζωγραφίσεις σε ένα τοίχο το Θεό σου. Αυτό είναι το όνειρο, η Τέχνη, το θέατρο. Να αγιογραφήσεις τις σκέψεις σου.

Αυτό όμως θέλει και το αίσθημα του θαυμασμού, που πολλές φορές το χάνουμε μεγαλώνοντας. Εγώ άρχισα να κάνω συνεντεύξεις από την επιθυμία να συνομιλήσω με κάποιους ανθρώπους που θαύμαζα. Υποθέτω πως ισχύει και για το θέατρο. Τα έχω πει πολλές φορές. Να θαυμάζεις να μαγεύεσαι, να ρουφάς οξυγόνο, να ακουμπάς το σώμα σου. Ακόμα και σε ένα σκούντημα με έναν ξένο.

Μα κι αυτό το σκούντημα προϋποθέτει μια διαθεσιμότητα. Μπορεί να είναι από αφορμή για ένα χαμόγελο παιχνιδιάρικης συνενοχής, μέχρι αιτία πολέμου. Όλα αυτά μπορούν να συμβούν καλύτερα όταν τελειώσεις με το θέμα της επιτυχίας ή της σταδιοδρομίας, ώστε να μπορείς να είσαι διαθέσιμος και μόνο να δίνεις και να παίρνεις. Κι όχι να τα αποτιμάς όλα. Άλλα συμβαίνουν στο μυαλό σου όταν θέλεις να πετύχεις, όταν θες να τη «βγεις» σε κάποιον. Κι άλλα όταν θες να λειτουργήσεις εσύ, ολόκληρος. [56:56] Εμείς οι καλλιτέχνες σαν άνθρωποι είμαστε στενοί, μικροί, μισούμε λίγο ο ένας τον άλλο. Δεν ευχαριστιόμαστε εύκολα.

Ο τελευταίος χρόνος, που έμεινες λίγο έξω από τα πράγματα, πού σε πήγε; Τι σου έδωσε; Είναι αυτάρεσκα πράγματα αυτά, να λες: τι μου συνέβη εμένα. Κι ωραία πράγματα συμβαίνουν και σημαντικά, όπως σε όλους. Έχεις πάντα μια αγωνία, κάθε μέρα πού σε πάει, κάθε στιγμή. Σαν να ψάχνεις κάτι που έχασες, και δεν ξέρεις τι είναι: τα κλειδιά σου; Τον εαυτό σου; Τις σκέψεις σου;  Την αγάπη σου;  Τριγυρνάς πάντα στο χώρο σου, με άλλη διάθεση κάθε φορά, κουρασμένη, ευχαριστημένη, βιαστική, και λες: «Πού τ’ άφησα, μωρέ;  Α! Το βρήκα!». Κάθε μέρα είναι έτσι. Διαβαίνεις και τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη. Και;  Ένα πράγμα ζητάς σαν άνθρωπος βαθιά μέσα σου: τη διάρκεια των αισθημάτων σου. Να μη σε αφήσουν τα όνειρά σου.

Το έχεις βρει αυτό; Τώρα και ώρα δώδεκα παρά τέταρτο, ας πούμε;

Υποθέτω πως αυτό μας συμβαίνει κάποια στιγμή, και κρατάει ένα διάστημα – ή και όχι. Σταματάς κάποια στιγμή να θαυμάζεις τα πάντα γύρω σου όπως έκανες παιδί. Μια φορά είχαμε πει ένα τραγούδι με τον Άγγελο Παπαδημητρίου: το Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι…  Αυτό είναι ωραίο σε μικρή ηλικία. Σε μεγάλη μην το κάνεις θέμα. Δεν χρειάζεται να κλαις για τον εαυτό σου. Άστο να πάει στο καλό. Είναι πάρα πολύ ωραίο να μεγαλώνεις, και να μεγαλώνεις όμορφα.  Και καλλιτεχνικά πολλές φορές, έχουμε βρεθεί, έχουμε μιλήσει, και συζητάμε για πράγματα που εμφανίστηκαν κάποια στιγμή: Παραστάσεις, μουσικές… Και μετά δεν συζητάμε παραπέρα, γιατί κι εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε. Και φτάνουμε κάποια στιγμή όπως σε ένα βιβλίο του Κορτάσαρ που διάβασα και είπα, Θεέ μου, τι ωραία εικόνα και τι αλήθεια: Να πέφτουμε ηθικά σαν πληγωμένο βομβαρδιστικό! Πριν έρθει αυτή η στιγμή, να φτάσεις ωραία στο τέρμα της ζωής σου, και να ανατιναχτείς όμορφα. Να φτάσεις στην ωραία σαπίλα! Τότε που αρχίζει και μυρίζει και λίγο ο άνθρωπος, χαμογελάει και λέει πολλά πνευματώδη, που αντέχεται και δεν αντέχεται, που είναι μαζί μας και δεν είναι… Είναι μια σπουδαία στιγμή, να τη φτάσει κάποιος στο βάθος των χρόνων. Ως τότε, πετάς!

Τελικά το ζητούμενο είναι πάντα πώς θα τα βρούμε με το θάνατο; Και το πώς τα βρίσκεις κάθε μέρα, πώς θαυμάζεις τον εαυτό σου σαν άνθρωπο,  πώς χαίρεσαι που μεγαλώνεις. Και την τέχνη, πώς την ανακαλύπτεις ξανά σαν παιδί, πώς την ξεχνάς, τη σβήνεις, τη γράφεις, την ξαναγράφεις…  Μεταξύ μας, στην Ελλάδα έχεις και κοντή ζωή, κοντό ταβανάκι, κι έρχεται πάντα κάτι το νεαρό. Γι αυτό και οι μεγάλοι μας ηθοποιοί ή τρελαίνονταν ή δεν ξέραμε τι να τους κάνουμε, αποσύρονταν. Δύσκολα φανταζόσουν αυτούς των 50, των 60, των 70. Ψάχνεις ηθοποιούς και βρίσκεις ελάχιστους διαθέσιμους – καταπληκτικούς πάντα. Σαν να μη θέλουμε κήπους με μεγάλα δέντρα, ρε παιδί μου. Θα μου πεις: γιατί το λες; Γιατί  η ζωή κάθε μέρα έχει κι άλλο, κι άλλο… Και τα έργα που διαβάζεις, τα βλέπεις ξανά, και σου κάνουν κάτι άλλο. Είναι κάτι το ανεξάντλητο. Θεέ μου, πόσο λάθος τα μαθαίναμε όλα! Σου λέει ο άλλος: αυτό ανέβασέ το έτσι. Τι έγκλημα: Τι τραγωδία σκέψης, τι τραγωδία παιδείας, τι έγκλημα να σου στενεύουν τόσο το μυαλό και να σου λένε ότι αυτό είναι έτσι και μόνον… Κι από την άλλη, η τραγωδία της πρωτοπορίας, του πειράματος και της μόδας: Κάν’ τα έτσι για να είναι κάπως! Τα πράγματα είναι πράγματα: δεν παίζει ρόλο η μορφή, αλλά ένα ανώτερο πνεύμα που τα διακατέχει, και την καβαλάει τη μορφή σαν άλογο και τρέχει.

Είναι κι αυτό που λέει ο Χειμωνάς για την Ελλάδα, ότι κάτω από αυτό το κάθετο, κίτρινο φως, που δεν κρύβει τίποτα, για να αντέξει κάτι για πολύ πρέπει να είναι ο Παρθενώνας. Διαφορετικά μετά από λίγο φαίνονται όλες του οι ρυτίδες κι τα ψεγάδια. Ο Παρθενώνας ήταν ζωγραφιστός, τέλειος, απεικόνιζε χιλιάδες μύθους και ιστορίες, ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο. Και μέσα του κατοικούσε μια θεά. Της άλλαζαν πουκάμισο συχνά, και μαζεύονταν να το γιορτάσουν αυτό. Και πριν, στην είσοδο, έφτιαξαν ναό στη Νίκη, και της κόψανε τα φτερά να μην πάει πουθενά! Είναι ένα ζωντανό βιβλίο: από τη μια θάλασσες, από την άλλη οι περιπέτειες του Οδυσσέα, η Κοσμογονία κι η Θεογονία. Όλα τα όνειρα σηκώθηκαν και ζωγραφιστήκαν , στεριώσανε, μαρμαρώσανε,  και μείνανε εκεί να τα διαβάζεις.

Όπως σε ακούω να μιλάς, κάποιες λέξεις με παραπέμπουν στη δουλειά σου. Μίλησες για γιορτή. Είναι κάτι που σχεδόν πάντα το συναντάμε στις παραστάσεις σου. Θέλει όμως και μια παιδεία σε αυτό που πας να ανεβάσεις. Κάποιες εποχές  έπρεπε να έχεις μια παιδεία για να πιάσεις  τον Φάουστ και να τον ανακαλύψεις. Από κει και πέρα χρειάζεται τη χαρά που νιώθεις όταν σου δοθεί μια ιδέα, ο κόσμος του Αριστοφάνη, ή του Αισχύλου, ή της Λένας Κιτσοπούλου: όταν μπεις μέσα, αισθάνεσαι ότι σε φιλοξενεί, σε υποδέχεται να κατοικήσεις για λίγο, οπότε μπορείς να στήσει μόνο μια γιορτή – δεν σου ανήκει. Δεν είναι ένα νόημα, μια κεντρική ιδέα, και το πόσες παρομοιώσεις υπάρχουν στο κείμενο. Δεν είναι αυτό.  Το να γιορτάσεις κάτι, σημαίνει να ψάξεις  στο βάθος του μυαλού σου και να θυμηθείς τι  μένει μέσα σου από τη μάνα σου, από τον αδελφό σου, από σένα, από αγαπημένα πρόσωπα που έχεις συναντήσει.  Και τότε τον θυμάσαι ουσιαστικά τον άλλο: η θύμηση είναι μια γιορτή. Είναι τόσο μικρή και κοντή η ζωή μιας θεατρικής παράστασης, που δεν βρίσκω άλλο τρόπο να το κάνεις.

Κι αυτό το θνησιγενές είναι που μας  κάνει και δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το θέατρο; Δεν ξέρω αν δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από το θέατρο, ή πώς επηρεάζει η τέχνη τον άνθρωπο, τι τον κάνει, αν τον αλλάζει… Πάμε και σκάβουμε τους τάφους όλων των ανθρώπων να βρούμε τι κόσμημα φόραγαν.  Και βρίσκουμε δυο κομμάτια χαλαζία σε έναν προϊστορικό πολεμιστή,  και λέμε: κοίτα τι ωραίο! Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλλιτεχνικό ον. Έτσι είναι φτιαγμένος: από ομορφιά, μύες, σάρκα και αίμα! Φτιάχνει ιστορίες και τις μεταδίδει ο ένας στον άλλο, κι ο καθένας κρατάει να μεταδώσει τα ωραιότερα πράγματα! Είναι μια φυσική διαδικασία σαν την αναπνοή. Δεν μας αλλάζει, δεν μας θεραπεύει, δεν μας κάνει τίποτα, αλλά είναι σαν το οξυγόνο. Ψάχνοντας αυτό, μονιάζεις και με τα άλλα πράγματα γύρω σου, από τα σύννεφα έως τα δάση. Δεν ξέρω αν ζούμε τη ζωή ή τα φαινόμενά της. Είναι σαν τις ταινίες που βλέπεις το στόρι και λες τι ωραία ταινία! Ναι, αλλά ενδιάμεσα πήγε για ύπνο, έπλυνε τα πιάτα, πέρασαν τρεις μήνες, και μετά συνάντησε τον άλλο που της άρεσε! Ενδιάμεσα συνέβη κι όλο αυτό το βαρετό.

Προφανώς γι αυτό μας αρέσουν οι ταινίες: εκεί το πλύσιμο των πιάτων δεν διαρκεί μισή ώρα! Γι αυτό και μας αρέσουν τα μεγάλα παραμύθια, οι ιστορίες, γιατί κάτι μέσα μας συμβαίνει και δεν είμαστε ένας: είμαστε πολλοί, γεμάτοι δάκρυα, που περιμένουμε να μας τα λύσουν για να κυλήσουνε. Ο καθένας το κάνει με ένα δικό του, τελείως μοναδικό τρόπο – κι αυτό έχει αξία. Ζούμε σε μια εποχή με τόσο αντιρατσιστική διάθεση, που πραγματικά δεν ξέρουμε τι είναι ρατσισμός και πώς αποδεχόμαστε το διαφορετικό – γιατί δεν το αποδεχόμαστε εύκολα. . Θέλουμε τα πράγματα  να μοιάζουν, ακόμα και καλλιτεχνικά, να είναι ίδια. Ή να μένουν γερασμένα, να τα αποδεχόμαστε και να τα παγώνουμε εκεί. Δεν αφήνουμε να μας περάσει ο άλλος πράγματα διαφορετικά – γιατί τότε θα τρυπηθούμε από εκατομμύρια καρφίτσες. Θα αλλάξουν τα μυαλά μας. Τι άλλο να σου πω; Φλυαρεί ο άνθρωπος… Όπως η Αλέκα Παΐζη, που ερχόταν στην πρόβα, μίλαγε κανένα μισάωρο, και μετά σου έλεγε: Συγνώμη που μιλάω τόσο., αλλά ζω μόνη. Ο καθένας το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιλέξει τη μοναξιά του, κι όλοι μαζί μπορούμε μόνο να φλυαρούμε. Δεν  πειράζει. Το θέμα είναι να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλο. Και να απαλύνουμε λίγο τον πόνο που νιώθουμε.

Θέλει μια αγάπη αυτό, και διαθεσιμότητα. Αν μπορούμε στον άλλο να του αφήσουμε μια μυρωδιά γι αυτά, ένα άρωμα, κάτι…  Ή αν μπορείς με μια παράσταση να του χαϊδέψεις την κοιλίτσα του λιγάκι, θα τον κάνεις καλύτερα, θα το θυμάται. Κι άμα σε δει στο δρόμο, θα σου φωνάξει: Γεια σου ρε φίλε!

Αυτό που μου περιγράφεις από μόνο του αναπόφευκτα θα παραγάγει μια αισθητική. Ναι. Αισθητική… Η αισθητική είναι η δόξα ης στιγμής. Άρα το θέατρο για το οποίο μιλάμε είναι ένα παλλόμενο, διαφορετικό πράγμα που πρέπει να αρχίσει να ξαναβρίσκει λίγο τη φύση του, που είναι ο καιρός του κι οι άνθρωποί του. Και μια έννοια χαράς κι αδελφοσύνης – εκεί που η λέξη φόβος δεν έχει θέση.

Στη διαδικασία όμως για να φτάσουμε εκεί εμφανίζεται κι ο φόβος, όχι; Φοβάσαι όταν θα σε κρίνουν. Φοβήθηκες ποτέ να πας παραπέρα σε μια πόλη όπου δεν έχεις ξαναπάει ποτέ; Σαν καλλιτεχνικά γεγονότα – παίρνω το θάρρος να το πω, χωρίς να έχω αντικειμενική γνώση, και παρόλο που υπάρχουν κι άνθρωποι που κάνουν άλλα – εδώ στην Ελλάδα είναι πιο παγωμένα τα  πράγματα, πιο κρατημένα, πάντα με σίγουρες συνταγές. Αυτές περνάνε.

Φόβος αποτυχίας; Φόβος συμμετοχής στη ζωή. Αυτό…

Τι φταίει; Ξέρεις, κάναμε το θέατρο να δίνει πολύ λόγο στην Τέχνη. Δηλαδή σε έναν εστέτ Θεό παραπάνω από εμάς, με έναν περίεργο ναό, με ιερείς δημοσιογράφους! Και Άννα και Καϊάφα κριτικούς! Ενώ όλοι αυτοί είναι χρήσιμοι δίπλα, σαν συνδαιτυμόνες στο ίδιο τραπέζι. Έναν Μυστικό Δείπνο κάνουμε όλοι. Και λόγω της επίδρασης που είχαν, ξαφνικά ενδιαφερθήκαμε για τα κοστούμια, για την αισθητική, για τον τρόπο μιας παράστασης, κι όχι την έκρηξή της, όχι το τι πραγματικά μας λέει. Θα ήθελα λιγότερη επίδραση και μεγαλύτερη γνώση για τα πράγματα. Να επικεντρωθούμε στη λειτουργία ανάμεσά μας. Σαν Κυριακή πρωί στην εκκλησία. Στο Μυστήριο που είναι μια παράσταση. Τι να κάνουμε τώρα; Έτσι είναι.

Ακριβώς. Αν το θέατρο δεν είναι τελετή τότε δεν ξέρω τι είναι. Ναι. Να έχει μια επίδραση, αυτό που με κάποιο τρόπο ο άνθρωπος θα  βγει κα λίγο αλλαγμένος. Μιλάμε συχνά για το τι συμβαίνει στη ζωή. Και πάλι ο Παπαβασιλείου μου το έλεγε: Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν κολυμπάει στη θάλασσα του καιρού του. Η τέχνη η ίδια έχει σαν γνώμονα τη ζωή, εκείνη βουτάει μέσα εκεί. Σκεπτόμουν και τον Παζολίνι στο Δεκαήμερο, που παρουσίαζε τον Τζιότο που ζωγράφιζε στους τοίχους το Πρωινό του Κόσμου. Η ζωή είναι σαν να μπούμε στη Μητρόπολη και να κρεμαστούμε όλοι τριγύρω με σχοινιά από το ταβάνι να δούμε τι απεικονίζεται εκεί. Και να πετάμε όλοι σαν αγέλη από σπουργίτια μέσα εκεί. Αυτό είναι ο καλλιτέχνης. Και φτιάχνει φωλιά όπου θέλει.

Οι Νεφέλες του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, με το Νίκο Καραθάνο στο ρόλο του Σωκράτη, θα παρουσιαστούν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 2 και 3 Αυγούστου, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.