Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς
Συγκαταλέγω τη Νικολίτσα Ντρίζη στις χαρισματικότερες ηθοποιούς της γενιάς της. Ενδεχομένως τόσο μια φυσική συστολή που διαθέτει, όπως και η συνειδητή της επιλογή να μείνει μακριά από το θόρυβο και το σούσουρο που συχνά συνοδεύουν τις συναδέλφους της, να μην έχουν αφήσει το όνομά της να γίνει όσο γνωστό θα της άξιζε. Όσοι όμως παρακολουθούν τις αξιόλογες παραστάσεις που λαμβάνουν χώρα στην πόλη μας, σίγουρα τη γνωρίζουν. Το «Πες της» του Χρήστου Οικονόμου που ερμηνεύει αυτό το διάστημα στο ΚΕΤ αποτέλεσε την αφορμή για τη συνάντησή μας. Η αιτία βρίσκεται στο θαυμασμό που τρέφω για εκείνη και την αφοπλιστική ευθύτητα και ακρίβεια που χαρακτηρίζει τις ερμηνείες της.
Θα ξεκινήσω ακριβώς από αυτό για το οποίο μιλάγαμε τώρα. Ότι αυτά τα οποία έχουμε την τύχη να κάνουμε, ο μόνος λόγος για τον οποίο έχει νόημα να τα κάνεις είναι από αγάπη.
Μα δεν υπάρχει άλλος λόγος. Και από πίστη σε κάτι. Ακόμα και όταν χάνεις την πίστη σου, πάντα υπέρ της πίστης λειτουργεί αυτή η διαδικασία. Γιατί το δουλεύεις μέσα σου, δεν έχεις κάτι λυμένο. Αναρωτιέσαι συνέχεια. Και άμα σε οδηγεί να ξαναβρίσκεις την πίστη σου είναι ακόμα πιο ουσιαστικό κι ακόμα πιο μακροπρόθεσμο.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος μου έλεγε πάντα ότι για να θες να μπλέξεις με το θέατρο, σημαίνει ότι έχεις οντολογικό ζήτημα.
Εγώ καταλαβαίνω ότι για να κάνεις οποιαδήποτε μορφή τέχνης έχεις μια απόσταση από τον κόσμο γύρω σου. Μπαίνεις σε μια διαδικασία να τα βλέπεις τα πράγματα από λίγο πιο μακριά. Για μένα αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Ότι δεν είσαι μέσα στην πραγματικότητα και πας μέσα σ αυτό που είσαι. Είσαι μέσα σ αυτό και κάποιες φορές κάνεις ένα βήμα απ έξω. Γιατί αν δεν κάνεις ένα βήμα απ έξω, ούτε θα μπορείς να γράψεις, ούτε πίνακα θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις, ούτε ταινία θα μπορέσεις να γυρίσεις, ούτε ένα θεατρικό έργο θα μπορέσεις να ανεβάσεις, ούτε μία ιστορία θα μπορείς να αφηγηθείς. Για μένα αυτή είναι η βασική προϋπόθεση. Ενώ συμβαίνει αυτό που σε περιβάλλει, κάνεις ένα βήμα πίσω και αυτό το βήμα πίσω παίζει τεράστιο ρόλο και για τις ζωές μας ακόμα, όχι μόνο για αυτό που κάνουμε.Ένας ποιητής μπορεί να δει τώρα την πολυκατοικία απέναντι και να μη δει γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου. Να δει και κάτι άλλο. Εγώ αυτό καταλαβαίνω ως διαφορά.
Αυτό σε οδήγησε στο θέατρο; Πώς έγινε; Πότε είπες «εγώ αυτό θέλω να κάνω στη ζωή»;
Αυτό που θυμάμαι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που σου λέω τώρα. Θυμάμαι σαν παιδί όταν ήμουν στο λύκειο ότι ξεκίνησε ένας καθηγητής να κάνει ομάδα θεάτρου γιατί είχε λόξα. Αυτός ήταν φιλόλογος. Μπορούσαμε να πηγαίνουμε στο μάθημά του και να κάνουμε θεατρικό παιχνίδι και όποιος πήγαινε δεν έπαιρνε απουσία! Για μένα ήταν ένα κίνητρο να πάω κάπου που να μην είμαι στο μάθημα, αλλά να μην παίρνω και απουσία. Και για κάποιο λόγο κόλλησα. Μάλλον γιατί συνειδητοποίησα αυτό που σου είπα πριν, ότι με έβαλε σε μια διαδικασία να κοιτάξω λίγο διαφορετικά τα πράγματα.
Άρα αυτή την απόσταση με κάποιον τρόπο την είχες ανάγκη.
Σίγουρα την έχεις ανάγκη. Σίγουρα κάτι προσπαθείς να καταλάβεις διαφορετικά, σίγουρα κάποιο τραύμα έχεις και προσπαθείς να το επουλώσεις. Σίγουρα από κάπου θες να φύγεις, κάπου θέλεις να πας και δεν ξέρεις πού… Σίγουρα κάποια ανάγκη σε κινεί.
Και πήγες αμέσως μετά το σχολείο;
Όχι. Ένα χρόνο μετά το Λύκειο έζησα σαν αμοιβάδα. Ήταν ένας χρόνος που δεν έκανα τίποτα. Δεν θυμάμαι τι έκανα το διάστημα από τότε που τελείωσε το σχολείο μέχριπου πήγα στη σχολή. Έκανα δύο χρόνια να έρθω να σπουδάσω στην Αθήνα.
Από πού;
Πάτρα. Δεν θυμάμαι καθόλου τι έκανα εκείνα τα δύο χρόνια. Νομίζω ότι απλά υπήρχα. Περιέφερα το τομάρι μου από δω και από κει χωρίς να ξέρω. Χαριτολογώντας το λέω. Νομίζω ότι ήταν πολύ εποικοδομητικό. Μακάρι να μας δινόταν αυτός ο χρόνος.
Είναι σίγουρο ότι το χρειαζόσουν και κάπου σε πήγε.
Επειδή λειτουργώ λίγο σαν αμοιβάδα και σαν χελώνα με τα πράγματα –εννοώ πως είμαι λίγο αργή. Ναι, το χρειαζόμουν μάλλον. Στον δεύτερο χρόνο πήγα σε μια ερασιτεχνική ομάδα θεάτρου στην Πάτρα. Εκεί έγινε όλη η ζύμωση: η γνωριμία με κείμενα, με δασκάλους, με παιδιά που είμαστε ακόμα φίλοι από τότε. Εκεί ήταν το εφαλτήριο, εκεί είπα: αυτό είναι. Έρχομαι στην Αθήνα και πάω στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Είναι μια πολύ καλή σχολή τελικά.
Τα τελευταία χρόνια θεωρείται πολύ καλύτερη από ότι θεωρούνταν τα χρόνια που πήγαινα εγώ. Σίγουρα από τότε ήταν μια αυστηρή σχολή, που έκοβε παιδιά ανάμεσα σε έτη. Νομίζω ακόμα το κάνουν. Έδιναν εξετάσεις παιδιά, τα κόβανε και τους λέγανε: μην το συνεχίζετε. Κάπως ευγενικά. Το έκανε αυτό. Ορθά ή λάθος δεν ξέρω.
Είτε στη σχολή είτε και στη δουλειά, ποιοι είναι οι άνθρωποι που θεωρείς δασκάλους; Όλοι έχουμε κάποιους που μας σημάδεψαν.
Μεγάλη κουβέντα τώρα… Αυτοί που σου ανοίγουν κάτι ρε παιδί μου, που ανοίγουν την αντίληψή σου. Αυτοί που σε πάνε σε περιοχές που μόνος σου δεν θα πήγαινες. Εγώ στη σχολή είχα δάσκαλο λογοτεχνίας τον Κώστα Παπαγεωργίου. Και ο άνθρωπος αυτός με σημάδεψε πολύ περισσότερο από τους δασκάλους υποκριτικής που είχα. Η ηρεμία του, ο τρόπος που έκανε το μάθημά του, οι γνώσεις που είχε, ο τρόπος που τις μετέφερε. Αυτός ο άνθρωπος ένιωσα ότι μου άνοιξε το μυαλό γιατί με ώθησε να ανοίξω βιβλία. Διάβαζα από μικρή, αλλά ήταν αυτός που μου έδωσε την ώθηση να συνεχίσω να διαβάζω με μεγαλύτερη ζέση. Να ψάχνομαι. Δεν μπορώ να μην τον θεωρήσω δάσκαλο αυτόν τον άνθρωπο. Ήμουν πολύ τυχερή. Νά ‘ναι καλά εκεί που είναι -μας άφησε πριν κάποια χρόνια. Διατηρήσαμε σχέσεις και μετά την σχολή. Μας καλούσε εμένα και άλλους συμμαθητές να κάνουμε παρουσιάσεις βιβλίων. Ήταν πολύ σπουδαία προσωπικότητα. Μας καλούσε στο σπίτι του και μας έδειχνε τη βιβλιοθήκη του. Μας χάριζε βιβλία, μας πήγαινε για μάθημα στο Ζάππειο, που ήταν δίπλα από την σχολή. Είχε ένα άνοιγμα ο άνθρωπος, αγαπούσε αυτό που έκανε. Του έκανες μια ερώτηση και η απάντησή του μπορεί να έπαιρνε όλο το μάθημα. Αλλά δεν βαριόσουν να τον ακούς. Ήταν φοβερό. Μιλούσε με μια ήρεμη φωνή αλλά σε έπαιρνε μαζί του. Τι γνώσεις είχε!
Υπάρχουν ηθοποιοί που ξεκινάνε και ονειρεύονται να παίξουν συγκεκριμένους ρόλους. Το Ρωμαίο, τον Άμλετ. Δεν έχω την εντύπωση ότι ανήκεις σε αυτούς.
Όχι. Αλλά θα σου πω ότι θα ήθελα πριν τελειώσει η διαδρομή μου, να έχω κάνει ένα έργο του Σαίξπηρ ή να έχω παίξει σε ένα κείμενο αρχαίας τραγωδίας, που δεν έχει τύχει. Αυτό σίγουρα θα το ήθελα, γιατί θεωρώ ότι αυτά τα κείμενα είναι σχολείο. Αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά. Αλλά ρόλους όχι, είναι αλήθεια.
Θεωρώ ότι με την πορεία σου έχεις κατακτήσει το δικαίωμα να τους κάνεις αυτούς τους ρόλους. Αλλά φτάνει αυτό ή χρειάζεται η σωστή στιγμή, η σωστή παρέα;
Σίγουρα χρειάζεται και κάτι άλλο το οποίο δεν το γνωρίζουμε. Και είναι όλα αυτά μαζί. Η σωστή στιγμή, οι σωστοί άνθρωποι. Είναι διάφοροι παράγοντες που παίζουν ρόλο, που μέχρι να συμβούν, δεν τους ξέρεις.
Έχεις κάποιο συγκεκριμένο έργο στο μυαλό σου;
Λατρεύω το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Το λατρεύω αυτό το όνειρο. Ναι, αυτό το έργο-όνειρο!
Θα μπορούσα να σε δω σε αυτό το έργο -και μάλιστα σε 2-3 διαφορετικούς ρόλους.
Μακάρι! Ευχαριστώ. Το λατρεύω για πολλούς λόγους. αυτό το έργο Μιλάει για το νέο, για τον έρωτα, για το καινούριο, με έναν τρόπο που σου προσφέρει ένα τεράστιο πανέμορφο ταξίδι. Για ποιο πράγμα διαφωνούν η Τατιάνα και ο Όμπερον; Για τον έρωτα; Για μένα μιλάει πάρα πολύ για τον έρωτα: αυτό το κουαρτέτο, Ερμεία-Δημήτριος-Λύσανδρος-Ελένη, είναι οι ζωές όλων μας. Μου αρέσει-δεν του αρέσω, του αρέσω-μου αρέσει κάποιος άλλος. Είναι αυτό που όλοι –αν είμαστε τυχεροί- το έχουμε ζήσει τόσες φορές! Και είναι αρχετυπικό αυτό σε σχέση με το πώς βιώνουμε το φλερτ και τον έρωτα. Μιλάει για το καινούργιο που φέρνει ο έρωτας με έναν πανέμορφο, μαγικό τρόπο.
Και είναι και αυτό το τρομερό: ότι είναι ένα έργο που χαρακτηρίζουμε ως κωμωδία. Και όμως εμπεριέχει και όλο το δράμα -εντός ή εκτός εισαγωγικών- της ζωής.
Πάρα πολύ! Την απόρριψη -εννοείται. Βέβαια! Θα ήθελα να το ξαναδιαβάσω τώρα που το συζητάμε.
Τολμάς -και όχι ευκαιριακά, το συνηθίζεις- να παίξεις καινούργια ελληνικά κείμενα. Όπως τώρα.
Ναι. Κοίταξε, το συγκεκριμένο του Χρήστου Οικονόμου με βρήκε. Αυτό με βρήκε. Μου το έκανε δώρο μια φίλη και την ώρα που το διάβαζα συγκινήθηκα στην κυριολεξία: σηκώθηκα από τον καναπέ μου. Στις τρεις πρώτες σελίδες είπα: αυτή την κοπέλα κάπου την ξέρω! Και περνώντας τις σελίδες σηκώνομαι, στην κυριολεξία,: δεν γίνεται, εδώ υπάρχει κάτι που πρέπει να το πω. Πρέπει να τις πω αυτές τις ιστορίες.
Άρα ήταν δική σου πρωτοβουλία.
Ναι, ήταν δική μου πρωτοβουλία. Γιατί με συγκίνησε η κοπέλα. Με συγκίνησαν οι ιστορίες. Με συγκίνησε ο τρόπος που έγραφε ο Οικονόμου, αυτός ο καταιγιστικός τρόπος που κινείται μεταξύ τραγελαφικού και δραματικού, καθημερινού και φανταστικού. Πώς είναι όταν μπαίνεις στο φέισμπουκ και σκρολάρεις και είναι η μια εικόνα μετά την άλλη και λες: ω ρε φίλε τι κάνω; Χάνω το χρόνο μου και ακόμα σκρολάρω; Ένιωσα ότι τρολάρω ουσιαστικά. Μου έδινε τη μία ιστορία μετά την άλλη. Κάποιες ιστορίες μπορεί να κρατούσαν τρεις γραμμές και άλλη μία σελίδα, άλλη πέντε σελίδες και άλλη δύο γραμμές. Ήταν καταιγιστικό, αλλά ουσιαστικό. Με κρατούσε από ιστορία σε ιστορία γέλαγα, συγκινιόμουν, ένιωθα να εκπλήσσομαι, απανωτές συγκινήσεις. Και πόσο οικείο είναι αυτό! Πόσο οικείος αυτός ο κόσμος! Οι δρόμοι που περπατάμε τώρα, η Αθήνα που ζούμε τώρα. Εμείς που ζήσαμε την καραντίνα, πριν και μετά. Κι αυτό με ενέπνευσε.
Πόσο εύκολο είναι μέσα σε όλον αυτόν τον κυκεώνα του ελληνικού θεάτρου να εμπνευστεί κανείς από ένα κείμενο και να πει: εγώ θα το ανεβάσω; Πόσο καιρό πήρε από την έμπνευση μέχρι την πραγματοποίηση;
Ένα χρόνο. Εντάξει, δεν είναι και πολύ. Ξέρω και πρότζεκτ που μπορούν να καθυστερήσουν και παραπάνω. Αυτό πήρε ένα χρόνο. Πήρα το ΟΚ από τον Χρήστο που ήταν πολύ γενναιόδωρος μαζί μου, και με τη διασκευή μού άφησε το ελεύθερο. Του την έστειλα. Χάρηκε, του άρεσε. Πήρα το πράσινο φως και βρήκα τους ανθρώπους που αποτέλεσαν την ομάδα της παράστασης. Κάποιους τους ήξερα, κάποιους τους γνώρισα πρώτη φορά. Δεν το πολυσκέφτηκα. Ήταν σαν να είχα ένα χέρι πίσω και να μου έλεγε: κάντο! Πολύ παράξενη αίσθηση. Δεν έχω ξαναπάρει ευθύνη. Βέβαια δεν είναι μόνο δική μου ευθύνη, είναι και του Αλέξη που σκηνοθετεί. Αλλά το ότι ήμουν η πρώτη που πήρε τηλέφωνο και είπε: θέλεις να το κάνουμε αυτό; Και η πρώτη που ανακάλυψε το κείμενο. Είχα και μια ηρεμία μέσα μου. Είπα: ό, τι δυσκολίες κι αν βρούμε, όλα θα γίνουν, όλα θα λυθούν. Και λύνονταν έτσι ήρεμα, χωρίς πολύ σκέψη. Δεν σκεφτόμουν τους λόγους που θα με κάνανε να το αργήσω ή να μην το κάνω. Σκεφτόμουν μόνο τους λόγους που ήθελα να το κάνω.
Τι ωραίο! Μου αρέσει αυτή η τόλμη του να ριχτεί κανείς σε κείμενα ανθρώπων που δεν έχουμε ξαναδεί τον λόγο τους στο θέατρο. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την Κατερίνα Μαυρογεωργίου και τις «Λουόμενες».
Πριν τις «Λουόμενες» είχαμε κάνει με την Κατερίνα και ένα άλλο δικό της το «Μέχρι τώρα», στο θέατρο Skrow το 2014. Είχαμε πολύ ωραία συνεργασία με την Κατερίνα. Ήξερα πως γράφει. Ευφυέστατη! Έχει και ένα τρόπο να μιλάει για σοβαρά και δύσκολα πράγματα μόνο μέσα από το χιούμορ. Αυτό είναι υπέροχο.
Συνήθως όταν έχω να κάνω με νέους ανθρώπους όπως η Κατερίνα, το πρώτο που τους λέω είναι: μην γράφεις και σκηνοθετείς μόνος σου το έργο σου. Και η Κατερίνα το έκανε υπέροχα.
Τι ωραία που το έκανε! Και πόσο μεθοδικά μας οδήγησε στον κόσμο που είχε φτιάξει στο μυαλό της… Έκανε και κάτι άλλο που για μένα ήταν πολύ καίριο και ουσιαστικό: στα πρώτα περάσματα, στις πρώτες σκηνές που κάναμε, αν κάτι ξεχνούσαμε το έβγαζε από το κείμενο, γιατί θεωρούσε ότι για να μην μας έχει μείνει, κάποιος λόγος, υπάρχει. Αυτό δεν ξέρω αν το κάνει άλλος άνθρωπος. Δεν ξέρω πως λειτουργούν οι συγγραφείς που σκηνοθετούν τα έργα τους. Αλλά αυτό το είχα βρει και πάλι ευφυέστατο. Είχε ένα άνοιγμα και μια εμπιστοσύνη, αλλά και μια εμπιστοσύνη στον εαυτό της για να πει: εγώ αυτό θα το βγάλω αφού τα κορίτσια δεν το θυμούνται.
Μέσα σε όλο τον κυκεώνα που έχει γίνει το ελληνικό θέατρο, με τις χιλιάδες πρεμιέρες, με τις δεκάδες αίθουσες, μπορεί ένας ηθοποιός να βιοποριστεί μέσα από αυτό;
Κατηγορηματικά όχι. Σε καμία περίπτωση. Και ειδικά της γενιάς μου οι ηθοποιοί θεωρώ ότι δεν μπορούν να ζήσουν μόνο μέσα από το θέατρο. Και μία επιτυχία τηλεοπτική να κάνεις, θα την εξαργυρώσεις σε δύο-τρία χρόνια. Δεν μπορείς να ζήσεις μόνο από το θέατρο δια βίου. Οι παλαιότερες γενιές ηθοποιών μπορούσαν. Άλλες εποχές, άλλα ερεθίσματα, άλλες ταχύτητες. Τώρα με τίποτα.
Και τι κάνει κανείς;
Ό, τι μπορεί! Και κάνει και άλλα πράγματα επίσης.
Έχεις κάποιο πλάνο μετά το πέρας της παράστασης; Ή όνειρο -ή και τα δύο. Αν όλα πάνε καλά, μερικές φορές αυτά τα δύο συμπίπτουν.
Εμένα το όνειρό μου είναι να έχω δρόμο μακρύ. Αυτό είναι το όνειρό μου. Να είμαι ενεργή για αρκετά χρόνια ακόμα. Πλάνο; Ναι, μπορώ να σου πω ότι θα ήθελα να πάει η παράσταση εκτός Αθηνών. Είναι κάτι που σκέφτομαι και θα ήθελα να δρομολογηθεί. Γιατί αξίζει να ακουστεί το κείμενο. Όσο περισσότερο μπορεί.